Ο οίνος στην αρχαία τραγωδία
Η αρχαία τραγωδία υμνεί συχνά τον οίνο και αναφέρεται σε αυτόν με ποικίλες ιδιότητες: ο οίνος ως δώρο της φύσης, ο οίνος ως μέσο διασκέδασης, ο οίνος ως μέσο ένδειξης φιλοξενίας, ο οίνος που προκαλεί την μέθη και τα έκτροπα, ο οίνος ο συνυφασμένος με τον θεό του, τον Διόνυσο.
Η έννοια του οίνου ευρίσκεται σε πολλές αρχαίες τραγωδίες, μία εκ των οποίων είναι σχεδόν ολόκληρη κεντημένη γύρω από αυτόν και τον θεό Διόνυσο: οι Βάκχαι του Ευριπίδη.
Οι Βάκχαι γράφτηκαν το 407 π.Χ. από τον Ευριπίδη, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου στην Πέλλα. Ένα χρόνο μετά παίχθηκε σαν μέρος της τριλογίας με τα έργα «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Αλκμαίων ο δια Κορίνθου», από το οποίο σώζονται ελάχιστοι στίχοι.
Η υπόθεση έχει ως εξής: ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, φτάνει στην Θήβα, πόλη που ίδρυσε ο πατέρας της Σεμέλης Κάδμος, μεταμφιεσμένος σε θνητό, προκειμένου εκεί να επιβάλει την λατρεία του. Ο νυν βασιλιάς της Θήβας, Πενθέας τον αμφισβητεί και του αρνείται την αναγνώριση. Αντίθετα, οι γέροντες Κάδμος και Τειρεσίας τον αναγνωρίζουν και προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα. Μάταια όμως. Ο Διόνυσος τον εκδικείται: όλες οι γυναίκες της Θήβας καταλαμβάνονται από μανία, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και τρέχουν στο όρος Κιθαιρώνα για να τιμήσουν τον Διόνυσο. Ο Πενθέας αντιδρά, τις συλλαμβάνει και τις φυλακίζει, όπως και τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος ελευθερώνεται και με σεισμό καταστρέφει το παλάτι. Στη συνέχεια ο Πενθέας μεταμορφώνεται σε Μαινάδα, δηλ. νύμφη που συντροφεύει τον θεό Διόνυσο, και όταν φτάνει στο βουνό, οι υπόλοιπες Μαινάδες, με πρώτη τη μητέρα του Αγαύη, τον διαμελίζουν.
A. Ο Πενθέας διαμελίζεται από την Ινώ και τη μητέρα του, την Αγαύη. Αγγείο του 450 π.Χ., Μουσείο του Λούβρου.
Κατά την άφιξη του Διόνυσου στη Θήβα, ο Χορός τον προϋπαντεί:
Γλυκός είναι πάνω στα όρη,
όταν ντυμένος με το ιερό δέρμα του ελαφιού
αφήνει τους θιάσους που τρέχουν,
πέφτει στο χώμα,
κυνηγάει το αίμα του σπαραγμένου τράγου,
την ηδονή να γεύεσαι σάρκα ωμή,
και ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος.
Ευοί!
Η γη πλημμυρίζει.
Ρέει γάλα,
ρέει κρασί,
ρέει το νέκταρ της μέλισσας.
Και όπως υψώνεται καπνός από λιβάνι της Συρίας,
ο Βάκχος αφήνει από τον πυρσό του
τη λαμπερή φλόγα του πεύκου.
Με τους χορούς, με το τρέξιμο τους πιστούς ερεθίζει
να πλανώνται ασίγαστα·
με ιαχές τους δονεί,
ανεμίζοντας στον αιθέρα τους αβρούς βοστρύχους του.
Και μέσα στα ευοί ευάν βοά:
Ώ ίτε βάκχες,
Ώ ίτε βάκχες,
καμάρι του χρυσοφόρου Τμώλου,
υμνείτε τον Διόνυσο με τον ήχο τον βαρύ των τυμπάνων,
δοξάστε τον Βάκχο βακχεύοντας,
με φωνές φρυγικές, με αλαλαγμούς,
όταν ο καλλικέλαδος αυλός ο ιερός
ιερές μελωδίες θα σκορπά,
συνοδεύοντας τις μαινάδες που πλανώνται
στα όρη στα όρη.
Όταν ο Πενθέας αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί, λέει:
Έτυχε να μη βρίσκομαι στη χώρα,
άκουσα όμως για τα νέα δεινά εδώ στην πόλη.
Οι γυναίκες μας εγκατέλειψαν, λέει, τα σπίτια
για υποτιθέμενες βακχείες
και τρέχουν στα όρη με τους βαθείς ίσκιους,
τιμώντας με χορούς τον νεόκοπο θεό Διόνυσο
—όποιος και αν είναι.
Στη μέση των θιάσων στέκουν, λέει, κρατήρες
με το κρασί να ξεχειλίζει
και άλλη εδώ άλλη εκεί μέσα στην ερημιά γλιστρά
και υπηρετεί τα κρεβάτια των ανδρών.
Προφασίζονται βέβαια πως είναι μαινάδες που ιερουργούν,
όμως την Αφροδίτη τη βάζουν πάνω από το Βάκχο.
Όσες έχω συλλάβει,
με τα χέρια τους δεμένα,
τις φρουρούν στις φυλακές οι άνδρες μου.
Εκείνες που διαφεύγουν θα τις κυνηγήσω στα όρη,
θα τις δέσω σφιχτά με σιδερένια δίχτυα
και θα τερματίσω μια κι έξω την ολέθρια βακχεία τους.
B. Άγαλμα του Διόνυσου, Μουσείο του Λούβρου.
Λένε ακόμη ότι ήρθε και κάποιος ξένος,
ένας Λυδός εξορκιστής, ένας αγύρτης·
η κόμη του ξανθοί μυρωμένοι βόστρυχοι,
στο βλέμμα του λάμπει ο πόθος της Αφροδίτης·
μέρα και νύχτα συντροφεύει νεαρές γυναίκες,
υπόσχεται την έκσταση του Βάκχου.
Αν τον πετύχω εδώ στη χώρα,
θα του χωρίσω το κεφάλι από το σώμα
κι έτσι θα πάψει να χτυπά το θύρσο
και ν᾽ ανεμίζει τα μαλλιά του.
Εκείνος λέει ότι ο Διόνυσος είναι θεός,
εκείνος ότι έμεινε κάποτε ραμμένος στο μηρό του Διός,
ενώ τον έκαψαν οι φλόγες του κεραυνού,
αυτόν και τη μητέρα του,
που είπε το ψέμα ότι πλάγιασε με τον Δία.
Γι᾽ αυτά που λέει ο ξένος, όποιος κι αν είναι,
για την ύβρη των ύβρεων,
του αξίζει —ναι ή όχι;— η φρίκη της αγχόνης;
Στη συνέχεια κατηγορεί τον Τειρεσία για την στάση του υπέρ του Διόνυσου:
Εσύ τον έπεισες, Τειρεσία.
Κόπτεσαι να εισαγάγεις στους ανθρώπους έναν ακόμη νέο θεό,
για να οιωνοσκοπείς και να εισπράττεις από την πυρομαντεία.
Αν δεν σε έσωζαν τα λευκά γηρατειά σου,
θα καθόσουν ήδη δέσμιος ανάμεσα στις βάκχες,
γι᾽ αυτές τις ύποπτες ιερουργίες που εισάγεις.
Γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού,
τότε —άκουσέ με— καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.
ΧΟΡΟΣ:
Το μέγεθος της ασεβείας σου!
Ξένε, δεν σέβεσαι τους θεούς;
Ούτε τον Κάδμο,
που έσπειρε τον καρπό των γεννημένων από τη γη;
Ο Τειρεσίας απαντά στον Πενθέα:
Αυτός ο θεός ο νέος,
που εσύ τον λοιδορείς,
δεν θα μπορούσα να σου εκφράσω
πόσο μεγάλος θα γίνει ανά την Ελλάδα.
Δύο πράγματα, νεαρέ, είναι τα πρώτα στον κόσμο:
η Δήμητρα η θεά — είναι η Γη
(λέγε την με το όνομα που θέλεις, το ένα ή το άλλο)·
αυτή τρέφει τους θνητούς με τα στερεά.
Ο άλλος, που ήρθε αργότερα, ο γιος της Σεμέλης,
βρήκε και χάρισε στους ανθρώπους το ισάξιο,
το νάμα του βότρυος το υγρό.
Εκείνο λυτρώνει τους ταλαίπωρους θνητούς από τη λύπη,
όταν τους πλημμυρίσει η ροή της αμπέλου.
Δωρίζει τον ύπνο, τη λησμονιά στις πίκρες της ημέρας.
Για τα βάσανα δεν υπάρχει άλλο φάρμακο.
Εγεννήθη θεός, και προσφέρεται σπονδή στους θεούς.
Τα καλά που έχουν οι άνθρωποι τα οφείλουν σ᾽αυτόν.
(…)
Κάποια μέρα θα τον δεις ακόμη και πάνω στους
Δελφικούς βράχους
να πηδά με τους πυρσούς στο δικόρυφο ίσωμα,
ν᾽ ανεμίζει και να σείει βακχικό κλαδί,
μέγας ανά την Ελλάδα.
Άκουσέ με, Πενθέα.
Μην ξιπάζεσαι και θαρρείς ότι η δύναμη εξουσιάζει
τους ανθρώπους.
Και αν έχεις κάποια γνώμη
και η γνώμη σου νοσεί,
μην εκλάβεις τη γνώμη ως γνώση.
Δέξου στη χώρα τον θεό, κάνε σπονδές,
βάκχευε, στεφάνωσε την κεφαλή σου.
Τη σωφροσύνη στον έρωτα
δεν θα την επιβάλει στις γυναίκες ο Διόνυσος.
Έχει να κάνει με τη φύση τους.
Σκέψου!
Η γυναίκα η σώφρων, και όταν βακχεύει, δεν
διαφθείρεται.
Βλέπεις, εσύ χαίρεσαι, όταν στέκουν πολλοί στις πύλες σου
και η πόλη μεγαλύνει το όνομα του Πενθέα.
Και εκείνος τέρπεται, θαρρώ, να τον τιμούν.
Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδορείς,
και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,
ζευγάρι με άσπρα μαλλιά, όμως ο χορός είναι χρέος.
Εγώ τη λογική σου δεν τη δέχομαι, δεν γίνομαι θεομάχος.
Στη συνέχεια ο Χορός αναφωνεί:
Οσιότητα, δέσποινα των ουρανών,
Οσιότητα, που φέρνεις τα χρυσά φτερά σου πάνω στη γη,
άκουσες τί είπε ο Πενθέας;
Άκουσες την ανόσια ύβρη για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,
τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;
(…)
Το σοφόν δεν είναι σοφία.
Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,
βραχύς ο βίος.
Όποιος κυνηγά τα μεγάλα
χάνει τα καθημερνά.
Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων
μαινομένων και αστόχαστων.
Ο θεός, ο υιός του Διός,
χαίρεται τις γιορτές.
Αγαπάει την Ειρήνη,
τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.
Ίση σε πλούσιο και φτωχό
έδωσε την τέρψη του οίνου
που διώχνει τη λύπη.
Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται
μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες
ευλογημένη ζωή να περνά ως τα τέλη
και με φρόνηση
νου και καρδιά μακριά να κρατάει
από ανθρώπους υπέρσοφους.
Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε
και το πιστεύει
να το δεχθώ.
Μετά τη σύλληψη του -μεταμορφωμένου σε θνητό- θεού Διόνυσου από τον Πενθέα, έχει ενδιαφέρον η στιχομυθία μεταξύ Διόνυσου και Πενθέα: (σελ 9)
Αφήστε του τα χέρια.
Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.
Τόσο γρήγορος δεν είναι.
Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά
—τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.
Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;
Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τί θα πει πάλη·
οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,
αγγίζουν το μάγουλό σου
γεμάτοι πόθο.
Το δέρμα σου το κρατάς λευκό, το φροντίζεις.
Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά
κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.
Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιός είσαι; ποιά η γενιά σου;
ΔΙΟΝΥΣΟΣΔε θα διστάσω να σου πω. Δύσκολο δεν είναι.
Ίσως θα έχεις ακούσει και θα ξέρεις τον ανθισμένο Τμώλο.
ΠΕΝΘΕΑΣΞέρω. Αγκαλιάζει την πόλη των Σάρδεων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΑπό εκεί κρατάω. Πατρίδα μου η χώρα της Λυδίας.
ΠΕΝΘΕΑΣΚαι από πού και ως πού φέρνεις τις τελετές σου στην Ελλάδα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣΜε δίδαξε ο Διόνυσος, ο υιός του Διός.
ΠΕΝΘΕΑΣΥπάρχει εκεί άλλος Δίας, που γεννά νέους θεούς;
ΔΙΟΝΥΣΟΣΌχι! Είναι αυτός που ενώθηκε με τη Σεμέλη εδώ.
(…)
ΠΕΝΘΕΑΣΤον θεό ήρθες και τον έφερες πρώτα εδώ;
ΔΙΟΝΥΣΟΣΌλοι οι βάρβαροι χορεύουν τους ιερούς χορούς.
ΠΕΝΘΕΑΣΓιατί οι βάρβαροι είναι πολύ πιο αφελείς από τους Έλληνες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΣ᾽ αυτό μάλλον πιο ώριμοι. Απλώς, τα ήθη τους διαφέρουν.
ΠΕΝΘΕΑΣΟι τελετές γίνονται νύχτα ή την ημέρα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣΣυνήθως νύχτα. Είναι ιεροπρεπές το σκότος.
ΠΕΝΘΕΑΣΓια τις γυναίκες αυτό είναι ύπουλο και δόλιο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΤο αισχρό —φαντάζομαι— το βρίσκεις και τη μέρα.
ΠΕΝΘΕΑΣΓια τις θλιβερές σοφιστείες θα δώσεις λόγο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΚαι εσύ, γιατί είσαι μωρός και ασεβής.
ΠΕΝΘΕΑΣΕίναι θρασύς ο μύστης, θρασύτατος, και με λόγο γυμνασμένο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΠες μου! Τί πρόκειται να πάθω; Τί το φοβερό μου επιφυλάσσεις;
ΠΕΝΘΕΑΣΠρώτα πρώτα: Θα σου κόψω τον αβρό βόστρυχο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΟ βόστρυχος είναι ιερός, αφιερωμένος στο θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣΠαράδωσέ μου, τώρα, τον θύρσο που κρατάς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΈλα να τον πάρεις εσύ. Εγώ υψώνω τον θύρσο για τον Διόνυσο.
ΠΕΝΘΕΑΣΈπειτα, θα εγκλειστείς στη φυλακή και θα φρουρείσαι.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΘα με ελευθερώσει ο θεός, όταν εγώ θελήσω.
ΠΕΝΘΕΑΣΌταν βρεθείς ανάμεσα στις βάκχες και τον καλέσεις.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΚαι τώρα δίπλα σου είναι και βλέπει όσα πάσχω.
ΠΕΝΘΕΑΣΠού είναι; Τα μάτια τα δικά μου δεν τον βλέπουν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΌπου είμαι εγώ. Στον ασεβή δεν φανερώνεται.
ΠΕΝΘΕΑΣΣυλλάβετέ τον. Αυτός περιφρονεί και εμένα και τη Θήβα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΕγώ ο σώφρων λέω στους μη σώφρονες: μη με δένετε.
ΠΕΝΘΕΑΣΚαι εγώ σας λέω: δέστε τον. Η δύναμή μου πάνω από σένα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΔεν ξέρεις γιατί ζεις, τί πράττεις, ποιός είσαι.
ΠΕΝΘΕΑΣΕίμαι ο Πενθέας, ο γιος της Αγαύης· πατέρας μου ο Εχίων.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΠενθέας! Όνομα ταιριαστό να κλείσει μέσα του το πένθος.
ΠΕΝΘΕΑΣΠροχώρει! Κλείστε τον στο στάβλο των αλόγων,
να βλέπει το τυφλό σκοτάδι. Εκεί χόρευε.
Και αυτές εδώ,
τις συνεργούς του κακού, που τις σέρνεις μαζί σου,
ή θα τις πουλήσω
ή θέτω τέλος σε τύμπανα και κρότους
και τις κρατάω στους αργαλειούς μου δούλες.
ΔΙΟΝΥΣΟΣΠηγαίνω. Ό,τι δεν πρέπει να πάθω,
δεν θα το πάθω. Όμως ο Διόνυσος,
που λες πως δεν υπάρχει,
θα σε δικάσει γι᾽ αυτή την ύβρη.
Γιατί δεν αδικείς εμένα, εκείνον φυλακίζεις.
Προς το τέλος της τραγωδίας, ο ΑΓΓΕΛΟΣ Α’ κλείνει το λόγο του με τους ακόλουθους στίχους:
Τον θεό αυτόν, όποιος κι αν είναι, δέξου τον, κύριε, στην πόλη·
μέγας είναι και σε άλλα
και λένε ακόμη, όπως ακούω,
ότι εκείνος χάρισε στους θνητούς το κλήμα
που παύει τη λύπη.
Και αν δεν υπάρχει το κρασί, δεν υπάρχει ο έρωτας
ούτε άλλη τέρψη για τον άνθρωπο.
Συνεχίζεται…