Η Αχάια Κλάους σε ελληνικά χέρια
«Ο Βασίλης Αντωνόπουλος, ο θείος μου, ήταν στην Ελβετία και τηλεφώνησε στον πατέρα μου (σ.σ. Βλάση Αντωνόπουλο) και του είπε ότι πουλιέται η ΑΧΑΪΑ (…) Εκεί, στην Ελβετία, έγινε η πώλησις των μετοχών», αναφέρει σε συνέντευξή του το 2005 ο γιος του Βλάση, Λαλάκης (Βασίλειος) Αντωνόπουλος.
Βρισκόμαστε στο 1918, όταν ο Βλάσης Αντωνόπουλος αναλαμβάνει την διοίκηση της Οινοποιΐας, που πριν 57 χρόνια ίδρυσε ο Γουσταύος Κλάους. Η διαδικασία μεταβίβασης μετοχών φτάνει με ελλιπείς πληροφορίες ως σήμερα.
Κατά μία εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Λαλάκης Αντωνόπουλος, η ΑΧΑΪΑ, που ήταν γερμανική εταιρεία ως τότε, πέφτει σε μεσεγγύηση κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μεσεγγύηση σύμφωνα με το Δίκαιο, είναι όταν δύο ή περισσότερες πλευρές παραδίδουν σε τρίτο μια ιδιοκτησία, με σκοπό την διαφύλαξη αμφισβητούμενων δικαιωμάτων τους πάνω σε αυτή.
Μια δεύτερη εκδοχή, που ωστόσο δεν αναιρεί την πρώτη, αναφέρεται στο βιβλίο «Το Κρασί του Γουσταύου», του Νίκου Μπακουνάκη: «Ο σταφιδέμπορος Βλάσιος Αντωνόπουλος, ανέλαβε τη γερμανική οινοποιία «Αχαΐα» το 1919(sic), όταν αυτή παραχωρήθηκε ως πολεμική αποζημίωση από τη Γερμανία στην Ελλάδα» και λίγο παρακάτω: «Από το 1873 έως το 1918, οπότε η «Αχαΐα», μετά από τον θάνατο του Κλάους, την κατάρρευση του σταφιδεμπορίου και, κυρίως, την ήττα των Γερμανών στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, περνάει σε ελληνικά χέρια, με βασικότερο μέτοχο τον σταφιδέμπορο Βλάσιο Αντωνόπουλο….»
Το 1918 λοιπόν, το «μελίσσι» της «ΑΧΑΪΑ» περνά σε ελληνικά χέρια. Στο συμπόσιο των μετόχων της οινοποιίας, ο μέτοχος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας Ανδρέας Καφετζόπουλος, ήγειρε –ίσως εκ μέρους της Διοικήσεως– Πρόποση, την οποία βρίσκουμε καταγεγραμμένη στη «Χρυσή Βίβλο Επισκεπτών» της «ΑΧΑΪΑ». Εκεί, παραλληλίζει με αξιοθαύμαστη μαεστρία το οινοχωριό με ένα πολύβουο μελίσσι (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου): «χιλιάδες μέλισσες επηγαινοήρχοντο γοργαίς κι ακούρασταις, άλλαις εκουβαλούσαν το κερί και άλλαις το μέλι που ετρύγησαν από τους ανθούς του κάμπου. Βοή και θόρυβος μεγάλος επεκράτει εκεί μέσα που επρόδιδε ζωήν και κίνησιν και εργασίαν ακάματη, αλλά και άκρα τάξις και πειθαρχία παραδειγματική κυριαρχούσε.» Στο «μελίσσι» της «ΑΧΑΪΑ»: «αντίς για μέλισσαις ειργάζοντο άνθρωποι, αλλά με την αυτή τάξι και πειθαρχία, που αντίς κελιά εφτιάνοντο απέραντες αποθήκες και δεξαμεναίς, και αντίς για τον ανθό ετρυγούσαν ολόκληρες τις ώριμες σταφυλαίς του κάμπου. (…) Μεγάλα γραφικά κτίρια, πύργοι ηλιόλουστοι, επαύλεις μαγευτικαί εσκίαζαν την παρθένον εκείνην γην, και μια τάξις παραδειγματική ίσια και όμοια με εκείνη που είδε στο κουβέλι των μελισσών εγκαθιδρύετο πανταχού. Η πολύπλοκη και πολυσύνθετη εκείνη εργασία διεξήγετο με μία απίστευτη ευρυθμία, και όλα ήσαν εις την θέσιν τους, εργάταις, διευθυνταί, προσωπικού (…).Εκεί που πρώτα έβλεπες ένα ξερόκαμπον (…) εξεφύτρωσε μια ολόκληρη πόλις, με κίνησι, με ζωή, εξεπήδησε μια νεόβγαλτη, ασύγκριτη και ασυναγώνιστη ζωηρότης…»
Η πρόσποσις του Ανδρέα Καφετζόπουλου συνεχίζει: «η μελισσοφωλειά εκείνη (είναι) η απέρανταις εγκαταστάσεις του Εργοστασίου που ετεχνούργησεν ο δαιμόνιος ιδρυτής της «Αχαΐας» Κλάους, και το μελισταγές εκείνο πιοτό είνε αυτό που χρυσίζει σήμερα στα ποτήργια σας.»
Προς το τέλος της προσπόσεως, αναφέρει χιουμοριστικά:
«Τι κρίμα! Εάν οι αθάνατοι θεοί του Ολύμπου οίτινες έπινον το νέκταρ και την αμβροσίαν με το κέρας της Αμαλθείας, εγεύεοντο από το αθάνατο εκείνο πιοτό ασφαλώς θα ήσαν ακόμη και σήμερα αθάνατοι.»
Συνεχίζεται…