Το Πάσχα του 19ου αιώνα
Toν Απρίλιο του 1973, το θέμα του μηνιαίου πληροφοριακού δελτίου της AXAIA CLAUSS, ήταν ο εορτασμός του Πάσχα. Στο συγκεκριμένο δελτίο, με αριθμό 108, διαβάζουμε τα παρακάτω:
“Ο ασυγκράτητος μοντερνισμός της εποχής μας, έχει μεταμορφώσει και αφαιρέσει την γραφικότητα, την ωραιότητα, και τον χαρακτήρα όλων των κοινωνικών εκφράσεων. Ιδίως περισσότερο έχει σβήσει πολλά από τα παλιά έθιμα του Πάσχα.
Άλλωστε σήμερα και αν ήταν δυνατό να εορτασθεί η Λαμπρή με τα παλιά εκείνα θέματα, θα αποτελούσε μια παραφωνία. Τότε η γιορτή του Πάσχα ήταν πανηγυρισμός της Λαμπρής. Η Πάτρα με την τότε αριστοκρατία της που εθεωρείτο ως η βαρύτερα όλης της Ελλάδος, είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη ψησταριά. Και το πιο φτωχό σπίτι, έψηνε το αρνί του έξω από την πόρτα στο δρόμο. Οι πυροβολισμοί με τους γκράδες ήταν τόσο πυκνοί που νόμιζε κανείς ότι στους δρόμους γίνονταν μάχες. Όταν μια παρέα επισκεπτόταν το σπίτι του γείτονα πρώτη υποδοχή που της γινόταν, ήταν ο νοικοκύρης να αρχίσει τις γκραδιές. Έπειτα ασπαζόταν όλους τους επισκέπτες, με την ανταλλαγή του χαιρετισμού «Χριστός Ανέστη» Αληθινός ο Κύριος. Προσφέρονταν αμέσως μεζέδες από το αρνί που ψηνόταν και ακολουθούσε χαιρετισμός με το ρετσινάτο, που τα βαρέλια άνοιγαν ακριβώς τη μεγάλη Πέμπτη, γιατί όλο το χρόνο έπιναν τότε μαύρο κρασί.
Οι γυναίκες την εποχή εκείνη δεν ήταν πολύ θεατές. Ο νοικοκύρης περιποιόταν τους ξένους και το πολύ ή γυναίκα του γέμιζε τις κανάτες με το κρασί, γιατί οι επισκέψεις του Πάσχα ήταν κυρίως υπαίθριες και γίνονταν πριν τη ψησταριά. Συνήθως η συζήτηση ήταν γύρω από τη μαγειρίτσα, που λόγω της νηστείας, χάλαγε το στομάχι όλων, ή γύρω από το αρνί, αν ήταν παχύ και νόστιμο δεδομένου ότι υπήρχε ανταγωνισμός για το ποιος θα ψήσει το καλύτερο.
Στο ημερολόγιο αναφέρεται επίσης και ένα ωραίο έθιμο που κρατούσαν τα κορίτσια της μακρινής εκείνης εποχής. Τη νύκτα της Λαμπρής έλιωναν το κερί της Αναστάσεως και το έκαναν μια πλάκα πάνω στην οποία έγραφαν το όνομα του νέου για τον οποίο υπήρχε ενδιαφέρον. Όταν πήγαιναν να κοιμηθούν την έβαζαν στο στήθος τους, και αν το όνομα του νέου εξακολουθούσε να διαβάζεται στην πλάκα, θεωρούσαν πως είναι ο καλύτερος οιωνός σχετικά με το γάμο της κόρης με το νέον. Αν ήταν σβησμένο, το όνειρο της θα έσβηνε και αυτό.
Επίσης μεγάλη προσοχή έδιναν τότε οι νοικοκυρές στο κόκκινο χρώμα των αυγών, καθώς και το βάψιμο τους. Δεν έπρεπε να είναι ούτε ανοικτό το κόκκινο χρώμα, ούτε και σκούρο, αλλά να είχε την απόχρωση του αίματος. Επίσης δεν έπρεπε να είναι τα αυγά ούτε μελάτα, ούτε πολύ βρασμένα αλλά να είναι απλά σκληρά με το ωραίο κίτρινο χρώμα του κρόκου. Κατά το έθιμο το πρώτο αυγό το τσούγκριζε ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του, και θεωρούσαν ότι ήταν ευτυχία για το σπίτι αν έσπαζε το αυγό της συζύγου. Αυτό σήμαινε ότι το σοι θα ριζοβολούσε, αμέσως μετά τα μέλη της οικογένειας αντάλλασσαν μεταξύ τους ασπασμούς. Τοποθετούσαν το κόκκινο αυγό του πατέρα και συζύγου στο εικονοστάσι μαζί με το κόκκινο αυγό που προοριζόταν για το Χριστό. Στο ίδιο ημερολόγιο αναφέρονται επίσης και πολλά επεισόδια που λάμβαναν χώρα κατά τον εορτασμό του Πάσχα.
Επιπλέον αναφέρεται ότι το Πάσχα του 1886 εορτάστηκε με εξαιρετικά κατά τα έθιμα της τότε εποχής αλλά ο πρίγκηπας Μουρούζης, που υπηρετούσε στη Πάτρα ως διοικητής ίλης ιππικού, τα έκανε κυριολεκτικά θάλασσα.
Ο Μουρούζης ήταν ένας νέος ζωηρότατος και πλουσιότατος. Απόγονος μεγάλης ελληνικής οικογένειας της Μολδοβλαχίας, κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό αρχικά ως αξιωματικός του ιππικού. Μετά την προαγωγή του, τοποθετήθηκε στη Πάτρα, όπου το ιππικό βρισκόταν τότε στη διασταύρωση της οδού Καρόλου με την οδό Ρήγα Φεραίου.
Την ημέρα εκείνη του Πάσχα, όπως ήταν έθιμο οι αρχές επισκέφθηκαν τους στρατώνες του ιππικού, όπου και τους υποδέχθηκε ο Μουρούζης και στη συνέχεια η αριστοκρατία και άλλος κόσμος. Το κρασί έτρεχε ποτάμι. Κατά το βράδυ όλοι οι άντρες της ίλης και οι αξιωματικοί τους με επικεφαλής τον Μουρούζη είχαν μεθύσει. Έτσι υπό το κράτος των ατμών της κρασοκατανύξεως κατά τις δέκα το βράδυ διατάζει ο Μουρούζης να σελώσουν τα άλογα και ως επικεφαλής εξόρμησε μέσω της οδού Αγίου Ανδρέου στη λέσχη Γκραντ-Κλαμπ (τότε βρισκόταν στη γωνία του στενού, που σήμερα βρίσκεται απέναντι η Τράπεζα της Ελλάδος. Στο ισόγειο του Γκραντ-Κλαμπ λειτουργούσε καμπαρέ. Τότε τα καμπαρέ εάν τραγουδούσαν οι αρτίστες ευρωπαϊκά τραγούδια και ήταν ξένες, λέγονταν καφέ-σαντάν. Σε άλλα που τραγουδούσαν αμανέδες και κλέφτικα λέγονταν καφέ-αμάν.
Μόλις ο Μουρούζης έφτασε στο Γκραντ-Κλαμπ τράβηξε το σπαθί του, και μπήκε μέσα καβάλα στο άλογο διατάζοντας να κεραστούν όλοι. Έπειτα έσπασε όλους τους καθρέπτες με πυροβολισμούς και μαζί με τους άλλους αξιωματικούς έκαναν το καφέ-σαντάν γυαλιά καρφιά, και άρχισαν την αναστάτωση της τότε μικρής Πάτρας. Σαν από μηχανή Θεός φάνηκε ο Γεωργάκης ο Ρούφος, ο οποίος συγκράτησε τα πνεύματα. Έτσι ο Μουρούζης αφού έσπασε ακόμα δυο ακόμα καφέ αμάν, το ένα εκεί που είναι σήμερα το Ιντεάλ και το άλλο εκεί που είναι το ξενοδοχείο Μητρόπολις, και αφού ξεσήκωσε όλη τη πόλη στο πόδι πήγε για ύπνο. Την άλλη μέρα όμως κάλεσε τους καταστηματάρχες και τους αποζημίωσε πλουσιοπάροχα.
Επίσης στο ίδιο ημερολόγιο αναφέρεται ότι τα μετά την επανάσταση χρόνια, είχε επικρατήσει το έθιμο την Τρίτη ημέρα της Λαμπρής, μετά την αγάπη να πηγαίνουν οικογένειες στο νεκροταφείο που ήταν πίσω της νέας εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα. Εκεί έψελναν τρισάγια στους τάφους των δικών τους και όσων είχαν σκοτωθεί κατά την επανάσταση στις μάχες των Πατρών. Αντί για κόλλυβα μοίραζαν κουλούρια και αυγά κόκκινα. Αυτό γινόταν σε ανάμνηση των σφαγών των Πατρών που είχαν γίνει τη μεγάλη επανάσταση του 1821.
Δυστυχώς η εποχή μας κατάργησε τη γραφικότητα όλων των ωραίων εθίμων και εορτών και μας έκανε να τις νοσταλγούμε. Αν δεν υπήρχε και το αρνί και το κρασί ίσως θα είχαμε ξεχάσει ότι είμαστε Έλληνες και ότι η Λαμπρή είναι η πιο μεγάλη μας γιορτη.”
Μπορείτε να διαβάσετε το δελτίο σε μορφή .pdf πατώντας στο επόμενο εικονίδιο:
Συνεχίζεται…