Οίνοι Πολυτελείας AXAÏA
Εκτός από τη Μαυροδάφνη, η «ΑΧΑΪΑ» παρήγαγε επίσης κρασί τύπου Sherry καθώς και κόκκινο και λευκό επιτραπέζιο κρασί, από αμπελώνες του ορεινού χωριού Δεμέστιχα αλλά και από τους αμπελώνες του Ριγανόκαμπου. Παρήγαγε ακόμη γλυκό κρασί μαλβαζία καθώς και μπράντυ. Χάρη στις εκθέσεις και στις αναφορές των Γάλλων προξένων στη Πάτρα, μπορούμε να δώσουμε κάποια «ίχνη» από τη λειτουργία της εταιρίας στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στα 1875 η εταιρία «ΑΧΑΪΑ» παρήγαγε μικρά φορτία από τα κρασιά της στην Ελβετία. Οι τιμές των κρασιών αυτών, τύπου Sherry και μαλβαζία, ποίκιλαν από 75 έως 150 φράγκα τα εκατό λίτρα. Το 1880 πραγματοποιούσε μικρή εξαγωγή μαλβαζίας πολυτελείας και Μαυροδάφνης, από 120 φράγκα έως 200 φράγκα τα εκατό λίτρα.
Το 1885 εξήγαγε περίπου 2.500 εκατόλιτρα αξίας 280.000 φράγκων ενώ το 1886, η αξία των αποθεμάτων της στις κάβες της στη Πάτρα υπολογιζόταν σε 1.200.000 φράγκα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1896, οι ετήσιες εξαγωγές της πλησίαζαν τα 3.500 εκατόλιτρα. Τα μεγέθη είναι βεβαίως μικρά, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με τον ποταμό των εκατομμυρίων εκατόλιτρων της Γαλλίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα κρασιά της «ΑΧΑΪΑ» ανήκαν στη κατηγορία των «πολυτελείας».
Ο όρος «πολυτελείας» ήταν κρασιά «de luxe» που έχει εκλείψει από το σύγχρονο οινικό λεξιλόγιο. Άλλωστε, συνδέεται με μια διαφορετική fun morality, που έχει σχέση όχι μόνο με την κοινωνική δομή, αλλά και με την αντίληψη για τον ελεύθερο χρόνο και τη διάθεσή του. Αυτό φαίνεται κυρίως από τις τιμές τους. Τα 150 φράγκα ανά εκατόλιτρο το 1875 ή τα 200 φράγκα ανά εκατόλιτρο το 1880, είναι τιμές εξαιρετικά υψηλές, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο Παρίσι, στη δεκαετία το 1860, το εκατόλιτρο κόστιζε κατά μέσο όρο 51,50 φράγκα. Στη περίοδο 1880-1895, δηλαδή σε εποχή μεγάλης κρίσης λόγω της φυλλοξήρας, η τιμή ανέβηκε στα 77,30 φράγκα.
Στο τέλος του αιώνα οι τιμές επανήλθαν στα προ της κρίσης επίπεδα. Για παράδειγμα, το 1900 η μέση τιμή του εκατόλιτρου ήταν 64 φράγκα. Το ότι τα κρασιά της εταιρίας «ΑΧΑΪΑ» ανήκουν στην κατηγορία των «πολυτελών» φαίνεται και από το ότι η κατανάλωσή τους στην Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Για παράδειγμα, το 1899, η εταιρία εξήγαγε 800 βαρέλια επιδόρπιων οίνων (500.000 λίτρα) ενώ η εσωτερική κατανάλωση δεν υπερέβη τα 80 βαρέλια. Τα μεγέθη της εταιρίας είναι εντυπωσιακά εάν αναλογιστούμε ότι το 1896 η συνολική παραγωγή οίνων της περιοχής των Πατρών έφθανε τα 57.000 εκατόλιτρα. Την ίδια χρονιά, η παραγωγή της «Αχαΐας» ήταν 7.500 εκατόλιτρα.
Αναφερθήκαμε ήδη στην έσωθεν καλή μαρτυρία για την ποιότητα των κρασιών της «ΑΧΑΪΑ». Υπάρχει όμως και η έξωθεν καλή μαρτυρία, περισσότερο απόμακρη, έντονα ανταγωνιστική, γι’ αυτό και πιο αντικειμενική. Είναι οι διακρίσεις των κρασιών της εταιρίας στις Διεθνείς Εκθέσεις. Χρυσά μετάλλια στο Παρίσι (1878 και 1879), στην Βιέννη (1873), χρυσά και στην Αθήνα, το 1878 και το 1889. Στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων του 1900, τα κρασιά της «ΑΧΑΪΑ» διακρίθηκαν με το Μέγα Βραβείο, ενώ το κονιάκ της με το αργυρό βραβείο. Ο κατάλογος των βραβευθέντων στη Διεθνή Έκθεση δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελλάδος (28 Αυγούστου 1900), περιβάλλοντας έτσι με το κύρος της κρατικής επιδοκιμασίας τα κρασιά των Πατρών.
Στη πορεία των δεκαετιών, τα κρασιά της ΑΧΑΙΑ CLAUSS συνέχιζαν να είναι εξ’ ίσου ποιοτικά και de luxe με ανάλογες διεθνείς βραβεύσεις.
Πηγή: Μπακουνάκης, Νίκος, (1997), Το κρασί του Γουσταύου, Εκδόσεις Καστανιώτη.
Συνεχίζεται…