Θεόδωρος Άμβουργερ: Μια εμβληματική προσωπικότητα
Το υποκατάστημα του οίκου Φελς & Συντροφία στην Πάτρα, έδρα του οποίου ήταν η Κέρκυρα, ιδρύθηκε το 1846 και αντικείμενό του ήταν το εμπόριο της σταφίδας. Τη διεύθυνση του οίκου Φελς & Σία ανέλαβαν ο Θεόδωρος Άμβουργερ και ο Γουσταύος Κλάους.
Ο οίκος Φελς & Σία μαζί με την εταιρεία Βάρφ & Σία κυριάρχησαν στο σταφιδεμπόριο σε όλον τον 19ο αιώνα. Μία απόδειξη της ευρωστίας και φερεγγυότητας των δύο εμπορικών οίκων είναι το γεγονός ότι στον πιστωτικό κατάλογο της Εθνικής Τραπέζης το 1866, οι συγκεκριμένοι έμποροι φέρονται ως δανειοδοτούμενοι με το ανώτατο πιστωτικό όριο των 100.000 δραχμών.
Ο Βαυαρός Γ.Κλάους (1825-1908) ήρθε στην Πάτρα το 1854. Υποστήριξε την οινοποιία και το 1873 ίδρυσε μαζί με τον Θεόδωρο Άμβουργερ και με σημαντική ενίσχυση του οίκου Φελς (αρχικό κεφάλαιο 20.000 λίρες) την Οινοποιητική Εταιρεία Αχαΐα στον Ριγανόκαμπο (το 1859 είχε αγοράσει έκταση 60 στρεμμάτων από την οικογένεια Κωστάκη στην περιοχή). Διετέλεσε πρόξενος της Βαυαρίας και αργότερα της Γαλλίας και παντρεύτηκε την Ελληνίδα Θωμαΐδα Καρβούνη.
Ο Θεόδωρος Άμβουργερ (1822-1883) γεννημένος στο δουκάτο της Βάδης, ήρθε στην Πάτρα το 1846 για να αναλάβει τη διεύθυνση του οίκου Φελς. Υποστήριξε και αυτός την οινοποιία αλλά και τη μεταξουργία και συστηματοποίησε το εμπόριο υφασμάτων σε τέτοιο βαθμό ώστε να εφοδιάζει μεγάλο μέρος της αγοράς και να διαθέτει το μεγαλύτερο απόθεμα στην Ελλάδα. Το 1851 αναγνωρίστηκε ως πρόξενος της Πρωσίας και της Γερμανίας και υπήρξε ιδρυτής του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών «Ερμής» (1868) και της Εμπορικής Λέσχης της Πάτρας. Ήταν παντρεμένος και είχε τέσσερα παιδιά: τον Φραγκίσκο, την Έμμα, τον Έρμαν και τον Αλβέρτο, από τα οποία τα δύο αγόρια, Αλβέρτος και Φραγκίσκος, συνέχισαν τις δραστηριότητες του πατέρα τους.
Μετά την αποχώρηση του Φελς και το θάνατο του πατέρα τους, το 1884 τους διαδέχθηκαν στη διεύθυνση της εταιρείας οι αδελφοί Αλβέρτος και Φραγκίσκος Άμβουργερ. Η παλαιά εταιρεία Φελς & Σία διαλύθηκε στις 18 Ιουνίου 1890 και συστάθηκε νέα εταιρεία με την επωνυμία Άμβουργερ, Κέλλερ & Σία με διευθυντές τον Αλβέρτο Άμβουργερ και τον Κάρολο Κέλλερ ο οποίος φαίνεται ότι το 1892 αναχώρησε για το Λονδίνο ενώ η εταιρεία κράτησε για τα επόμενα είκοσι χρόνια λειτουργίας της την επωνυμία Άμβουργερ & Σία.
Με έδρα την Πάτρα και υποκαταστήματα στο Λονδίνο, στο Λίβερπουλ, και στο Ludwigshaven είχε ως κύριες δραστηριότητες το εμπόριο της σταφίδας και άλλων γεωργικών προϊόντων (όπως σύκα, κίτρα, λάδι, ελιές), την οινοποιία, οινοπνευματοποιία και τη γυψοποιία. Διέθετε στην περιοχή Μέση Αγυιά Πάτρας εργοστάσιο οινοποιίας, εργοστάσιο καθαρισμού σταφίδας στην Πάτρα όπου βρίσκονταν και το Χημείο και τα Γραφεία της Εταιρείας, εργοστάσιο χημικών προϊόντων, γυψορυχεία στη Ζάκυνθο και Κεφαλληνία και αποθήκες στις κυριότερες σταφιδοπαραγωγικές περιοχές της Πελοποννήσου (Φιλιατρά, Γαργαλιάνοι, Αίγιο, Αμαλιάδα, Καλαμάτα, Πύργος) αμπελώνες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Είχε οινοποιητική μονάδα/εργοστάσιο στη Πάτρα, στη γωνία Μαιζώνος και Ζαίμη εκεί που σήμερα είναι το Ταχυδρομείο.
Ο οίκος Άμβουργερ ήταν βασικός μέτοχος και συνιδρυτής με τον Πέτρο Μάμο εργοστασίου παραγωγής ζύθου και πάγου με την επωνυμία «Π.Μάμος & Σα» που λειτούργησε στον ίδιο χώρο με το εργοστάσιο οινοποιίας Άμβουργερ. O Αλβέρτος που ήταν παντρεμένος, όπως και ο αδελφός του, με Ελληνίδα σύζυγο ήταν πρόξενος της Γερμανίας και της Ελβετίας, σύμβουλος της Οινοποιητικής Εταιρείας Αχαΐα σύμβουλος και μέτοχος της Τραπέζης Ανατολής και της Ιονικής Τραπέζης καθώς και πολλών άλλων εταιρειών. Η τελευταία κρίση (1911) στην παραγωγή και αγορά της σταφίδας, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την Άμβουργερ & Σία.
Λίγο πριν τη χρεοκοπία του ο οίκος Άμβουργερ φαίνεται ότι προσπάθησε να προσανατολισθεί και να κατακτήσει νέες αγορές για την προώθηση των προϊόντων του. Ανέθεσε τη διαφήμιση, διάδοση και πώληση της σταφίδας, των οίνων και κονιάκ στον Πολύβιο Λεκό, τον οποίο διόρισε γενικό πράκτορα για την Αίγυπτο, Τουρκία, Ρουμανία, Ρωσία.
Τελικά, στις αρχές του 1912, ο εμπορικός οίκος Άμβουργερ & Σία συμμετείχε, παραχωρώντας και μεταβιβάζοντας την κυριότητα όλων των περιουσιακών του στοιχείων, στην ίδρυση της διαδόχου Ελληνικής Εμπορικής Εταιρείας Εισαγωγής και Εξαγωγής.
Αρκετά χρόνια μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο υπάρχει η μαρτυρία ότι η διάδοχος εταιρεία της Άμβουργερ, η Ελληνική Εμπορική Εταιρεία Εισαγωγής και Εξαγωγής φροντίζει τον ιδρυτή της. Γράφει ο Αλβέρτος Άμβουργερ από την Αυστρία στον Δ.Αλεξόπουλο: «… Ένεκα της ασθενείας μας δεν δύναμαι να σας γράψω εν εκτάσει δια να σας ευχαριστήσω δια την γενναιοδωρίαν σας 50 και 25 λιρών. Ο Θεός να σας τα ανταποδώση δια παντός τρόπου […] να προσφέρητε την μεγάλην ευγνωμοσύνην μου και εις το αξιότιμον συμβούλιον».
Η Ελληνική Εμπορική Εταιρεία Εισαγωγής και Εξαγωγής που συστάθηκε το 1912 ως διάδοχος του οίκου Άμβουργερ συνέχισε τις εμπορικές και οινοποιητικές δραστηριότητες των Άμβουργερ, εγκαταλείποντας όμως το εμπόριο της σταφίδας. Ο Δημοσθένης Αλεξόπουλος που ήταν αρχικά έμπορος ξυλείας και κατασκευαστής βαρελιών και σταφιδοκιβωτίων αλλά και παράλληλα έμπορος κυρίως θείου και γλυκόρριζας, ανέπτυξε με τον οίκο Άμβουργερ εμπορικές συναλλαγές που ήσαν ενταγμένες στο πλαίσιο της παραγωγικής και εμπορικής διαδικασίας του οίκου αυτού και του κόσμου της σταφίδας γενικότερα: το κρασί έμπαινε και μεταφερόταν σε βαρέλια, η σταφίδα σε βαρέλια και κιβώτια. Αρχικοί μέτοχοι της Εταιρείας αυτής ήταν ο Κωνσταντίνος Δρούλιας, ο οποίος είχε μεταβιβάσει το εργοστάσιο του κατεργασίας ξυλείας στην Εταιρεία, ο κύριος προμηθευτής ξυλείας του Αλεξόπουλου, Vaso Todorovic από το Σεράγεβο, καθώς και ο χημικός της Οινοποιίας Άμβουργερ, Πέτρος Ρουσσόπουλος.
Μεγάλο μέρος του αρχείου «Άμβουργερ – Αλεξόπουλου» αγοράστηκε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας Ε.Λ.Ι.Α. κατά τμήματα στο διάστημα των ετών 1994-1997. Ένα τμήμα αγοράστηκε από τον Σπύρο Κυπριώτη που το είχε εντοπίσει στην Πάτρα, ένα άλλο τμήμα από τον Πατρινό παλαιοπώλη Ηλία Σχινά που το είχε μαζέψει από το υπόγειο της, υπό κατεδάφιση, νεοκλασικής οικίας Ζαΐμη στην γωνία των οδών Αγίου Ανδρέου και Ζαΐμη στην Πάτρα και περιορισμένος αριθμός λογιστικών βιβλίων και βιβλίων αντιγραφής επιστολών από άλλο παλαιοπώλη στην Αθήνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σχινά, το αρχειακό υλικό που βρισκόταν στο υπόγειο (εμβαδού περίπου 30 τ.μ.), ήταν κατά το ένα τέταρτο κατεστραμμένο από υγρασία, ενώ το υπόλοιπο, που ήταν φίρδην μίγδην, το περιέσωσε μαζεύοντάς το σε σακκούλες. Στο σπίτι αυτό έμενε, πριν κατεδαφιστεί, ο γιατρός Αριστείδης Ντόντης, γιος του Γεωργίου Ντόντη, προέδρου της Ανωνύμου Βιομηχανικής Εταιρείας Ξυλείας (Α.Β.Ε.Ξ.) μετά την παραίτηση του Κ.Δρούλια το 1927.
Πηγές:
Αρχείο ΑΧΑΙΑ CLAUSS
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας – ΜΙΕΤ ΕΛΙΑ – Αρχείο Άμβουργερ-Αλεξόπουλου
Μπακουνάκης, Νίκος, (1995), Πάτρα, 1828-1860. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα, Δεύτερη έκδοση Αθήνα.
Μπακουνάκης, Νίκος, (1997), Το κρασί του Γουσταύου. Αφήγημα οινικών περιπετειών. Αθήνα.
Σταθάκη-Κούμαρη, Ροδούλα, Η Οινοποιός Εταιρεία «ΑΧΑΙΑ» και τα Χειροποίητα Βαρέλια της.