28η Οκτωβρίου 1940
Ἕνα μεσημέρι τοῦ παρελθόντος Σεπτεμβρίου, ἦρθαν στὸ Κτῆμα ὁ κ. Τάκης Γεωργόπουλος καὶ ὁ ὁμογενὴς τῆς Ἀμερικῆς Mr. John Αποστολόπουλος, ἀμφότεροι Ἕλληνες καὶ ἑλληνόψυχοι. Θὰ δοθεῖ εὐκαιρία καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε ἐκτενῶς στοὺς δύο νέους, πολύτιμους αὐτοὺς φίλους τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS, πρὸς τὸ παρὸν ὅμως πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι μετὰ τὴν πρώτη μας ἐπαφή, τὴν ξενάγηση καὶ τὶς συζητήσεις, οἱ δύο φίλοι ἀπῆλθαν. Καὶ ὁ μὲν Mr John ταξίδεψε γιὰ τὶς ΗΠΑ, ἀπ’ ὅπου ἀναμένεται νὰ ἐπιστρέψει τὴν ἐρχόμενη Ἄνοιξη, ὁ δὲ κ. Τάκης ἐπανῆλθε…
Ὁ πλήρης ἡμερῶν βίος τοῦ κ. Τάκη Γεωργόπουλου ὑπῆρξε πολυκύμαντος κυριολεκτικῶς, λόγῳ τῆς ἰδιότητός του ὡς πλοιάρχου τοῦ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ, ἀλλὰ καὶ μεταφορικῶς, λόγῳ γεγονότων καὶ ἐμπειριῶν. Γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς ἀναρτήσεως, ἐπιγραμματικὰ θὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ κ. Γεωργόπουλος ὑπῆρξε συνόμιλος τοῦ Hans Ehrenstrale, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ παραχώρησε ἕνα μέρος τοῦ προσωπικοῦ του ἀρχείου. Τόσο τὰ πολύτιμα αὐτὰ δωρήματα τοῦ Ἐρενστρῶλε, ὅσο καὶ ἄλλα τεκμήρια ποὺ συνέλεξε μὲ πολὺ μεράκι καὶ κόπο ὁ καπετάνιος, ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς «Ἑταιρείας Συλλογῆς – Διάσωσης Ἱστορικῶν Ἀρχείων Νομοῦ Ἀχαΐας» τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος εἶναι ἱδρυτὴς καὶ Πρόεδρος.
Ἀπ’ ὅσα ὁ κ. Γεωργόπουλος θέλησε νὰ μᾶς κοινοποιήσει ἐπιβάλλεται σήμερα, ἐπέτειο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, νὰ δημοσιοποιηθεῖ τὸ ντοκουμέντο ποὺ ἀκολουθεῖ. Πρόκειται γιὰ ἕνα κείμενο ποὺ συνέταξε ὁ ἴδιος, κατὰ παράκλησιν τοῦ δημοσιογράφου κ. Νίκου Πηγαδᾶ, προκειμένου νὰ συμπεριληφθεῖ σὲ βιβλίο σχετικὸ μὲ τὸν πόλεμο τοῦ 1940. Ἡ διήγηση εἶναι ἄκρως ἀληθινὴ καὶ ἀποτυπώνει τὴν ἐμπειρία του ὡς παιδιοῦ -ἦταν μαθητὴς τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ Στρουμπείου Δημοτικοῦ σχολείου- κατὰ τὴν πρώτη ὥρα τῆς ἰταλικῆς ἀεροπορικῆς εἰσβολῆς στὴν Πάτρα. Γι’ αὐτὸ καὶ μορφολογικῶς σχηματίστηκε ὑπὸ τύπον μιᾶς μαθητικῆς ἐκθέσεως -ἄν καὶ εἶναι γραμμένη πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν ἀποφοίτηση τοῦ συντάκτη της ἀπὸ τὸ σχολεῖο.
Σὰν κατακλεῖδα τῆς ἐπετειακῆς αὐτῆς ἀναρτήσεως, παραθέτουμε «Ἀντὶ Ἐπιμυθίου» τὴν ἀφήγηση τοῦ κ. Γεωργόπουλου ποὺ περιγράφει τὴν καθημερινή του ἐπίσκεψη στὸν φυλακισμένο πατέρα του. Μιὰ ἀφήγηση πηγαία ὅσο καὶ ἐναργῆ, συγκινητική, ὅσο καὶ σοκαριστική…
Νὰ σιωπήσουμε, ὅμως, τώρα. Νὰ μιλήσουν τὰ κείμενα. Ἡ σκληρὴ πραγματικότητα. Ἤ, ὅπως λέει ὁ κ. Γεωργόπουλος, «Ἡ κατὰ λέξη ἀλήθεια, διότι τά ‘ζησα ἐγώ»…
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ ΤΗΣ Δ΄ ΤΑΞΗΣ
ΤΟΥ Β΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Ι. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Το πρωί –όπως κάθε μέρα που πήγαινα σχολείο- ξύπνησα, έφαγα το πρωινό μου που το είχε ετοιμάσει πριν φύγει για το σχολείο της (ήταν δασκάλα) η μητέρα μου, επήρα την σάκκα μου με τα βιβλία και ξεκίνησα για το σχολείο.
(Ο πατέρας μου έλειπε. Δεν ήταν σπίτι. Πριν λίγες μέρες είχαν έλθει στο σπίτι κάτι άντρες ντυμένοι με καπαρντίνες και ρεπούμπλικες και έψαχναν παντού. Ήταν μεσημέρι. Το θυμάμαι αυτό γιατί μόλις είχα σχολάσει και μόλις μπήκα στο σπίτι, ένας από αυτούς μου άρπαξε τη σάκκα μου, την άδειασε επάνω σ’ ένα κρεβάτι και έψαχνε τα τετράδια και τα βιβλία μου. Ύστερα πήραν τον πατέρα μου μαζί τους κι έφυγαν. Από τότε ο πατέρας μου δεν ξαναήλθε στο σπίτι. Η μάνα μου αργότερα έλεγε στη θεια μου τη Ναυσικά ότι ήταν άνδρες της «Ειδικής». Ο πατέρας μου ήταν, κι αυτός, δάσκαλος).
Επήγα στο σχολείο και μπήκαμε στην τάξη για μάθημα. Η δασκάλα μας, η κυρία Κλεονίκη, μας έβγαλε λόγο και μας είπε ότι όλοι οι Έλληνες θα πολεμήσουμε τους Ιταλούς που μας επιτέθηκαν στην Αλβανία. Την ρώτησα πώς θα μπορέσει να πάει να πολεμήσει και ο πατέρας μου στην Αλβανία αφού είναι φυλακισμένος στην «Ειδική», αλλά αυτή με αγριοκοίταξε και δεν μου απάντησε.
Όταν κτύπησε το κουδούνι για το πρώτο διάλειμμα βγήκαμε στην αυλή. Τρέχαμε παίζοντας εδώ κι εκεί. Μερικά παιδιά, τα μεγαλύτερα, είχαν στριμώξει σε μια γωνιά έναν συμμαθητή μας ιταλοπατρινό –είχε πολλούς Ιταλούς η Πάτρα- τον Βιτσέντζο, και τον κοροϊδεύανε. Ο φουκαράς, τρομοκρατημένος από την στάση των συμμαθητών του, δεν ήξερε τι του συμβαίνει.
Τότε ακούσαμε ένα μεγάλο βόμβο, ένα μεγάλο βουητό επάνω από τα κεφάλια μας. Σηκώσαμε τα κεφάλια μας και είδαμε πολλά αεροπλάνα να πετάνε χαμηλά. Ένα από αυτά, το τελευταίο, ήταν τόσο κοντά που διακρίναμε στην ουρά του έναν σταυρό, όπως περίπου η σημαία μας. Έτσι, νομίζοντας πως είναι ελληνικά, τα χαιρετούσαμε φωνάζοντας και χαιρετώντας τα κουνώντας τα χέρια μας. Το βλέμμα μου είχε κολλήσει σ’ αυτό, δεν ξέρω γιατί, όταν κάποια στιγμή είδα να πέφτει μέσα από αυτά κάτι αρκετά μεγάλο. Στην αρχή νόμισα πως κάποιος πήδηξε από μέσα από το αεροπλάνο, αλλά δεν πρόλαβα να σκεφτώ τι είναι αυτό που πέφτει, γιατί αμέσως από κάτω από το αεροπλάνο, πολύ κοντά μας, προς την παραλία, στην εγγλέζικη εκκλησία (αγγλικανική την λένε) ακούστηκε μια μεγάλη έκρηξη και σηκώθηκε μια στήλη μαύρου καπνού. Τα παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί. Κάποιο ήταν ματωμένο στο πρόσωπο, γιατί με την έκρηξη έσπασαν όλα τα γύρω τζάμια. Η άλλη κυρία μας, η κυρία Μαρία Τσαφούλια έκλαιγε και φώναζε «τα παιδιά μου… τα παιδιά μου….» και εγώ ξεκίνησα να … εξερευνήσω τον τόπο της έκρηξης. Είμαι από τη φύση μου εξαιρετικά ψύχραιμος και πριν φύγω από το σχολείο, που στις σκάλες της εξόδου γίνονταν χαμός με φωνές τρόμου, κλάμματα και ουρλιαχτά από παιδιά και μανάδες που είχαν καταφτάσει εν τω μεταξύ για να τα μαζέψουν, πήγα στην τάξη μου για να πάρω την σάκκα μου. Όπως την είχα ακουμπήσει επάνω στο θρανίο και όταν την σήκωσα , ήταν από τους σοφάδες που είχαν πέσει από το ταβάνι σκονισμένη και από κάτω, στο θρανίο, είχε μείνει το αποτύπωμά της, η σφραγίδα της!
Δύο τετράγωνα πιο κάτω, αφού πέρασα από το ιταλικό σχολείο που ήταν άδειο –γιατί τάχα;- έφτασα στην Αγγλική εκκλησία. Εκεί, όλα τα γύρω σπίτια, ήταν κτυπημένα, άλλα λίγο και άλλα πολύ, όπως επίσης και η Αγγλική εκκλησία και στο δρόμο που περνούσε μπροστά από την εκκλησία υπήρχε ένας μεγάλος στρογγυλός λάκκος, μισογεμάτος με νερό που ανέβλυζε από μία σωλήνα. Εκεί είχε πέσει η πρώτη βόμβα στην αρχή του πολέμου.
Πάρα πέρα, στο πεζοδρόμιο, είδα ένα γέρο και ακουμπισμένο με την πλάτη του στον τοίχο. Με το γενάκι που είχε μου φάνηκε γνωστός.
Πήγα πιο κοντά και αναγνώρισα τον γνωστό σε όλη την Πάτρα –όπως τον Δελαπατρίδη στην Αθήνα- πατρινό τύπο, τον «Γιάννη τον θεό». Πέθαινε από βαρειά αιμορραγία με σχεδόν κομμένα και τα δυο του πόδια από κάποιο βλήμα της βόμβας. Το βλέμμα του ήταν ακόμη ζωντανό και δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Με κοίταζε σαν να φώναζε «ΓΙΑΤΙ;»
Έτσι άρχισε ο πόλεμος στην Πάτρα.
Ο μαθητής
Τάκης Γεωργόπουλος
ΑΝΤΙ ΕΠΙΜΥΘΙΟΥ
Εντελώς συμπτωματικά βρήκα φωτογραφία, σ’ ένα περιοδικό, που ‘χαν συλλάβει τον πατέρα μου, και είναι πίσω απ’ τα κάγκελα. Νέον. Είχα πολλές φωτογραφίες του, νέο, όχι όμως πίσω απ’ τα κάγκελα- Τότε, λοιπόν, είχανε βγάλει κάποια φωτογραφία τις περίφημες φυλακές Μαργαρίτη, πίσω απ’ τα κάγκελα –πήγαινα εγώ τότε στις φυλακές Μαργαρίτη φαΐ του πατέρα μου, στην κατοχή.
Οι φυλακές Μαργαρίτη ήταν ακριβώς απέναντι απ’ τη Δεξαμενή, στο απάνου μέρος της (οδού) Λόντου, δεξιά, που είναι, τώρα είναι πολυκατοικία, ροζ. Εκεί ήτανε οι φυλακές Μαργαρίτη. Και πήγαινα εγώ στον πόλεμο, στον πατέρα μου φαΐ. Στην πείνα, την περίοδο της πείνας. Και πήγαινα και… ήταν μια πόρτα μεγάλη, σιδερένια κι είχε κι ένα παραθυράκι που άνοιγε, κι απ’ έξω εσύ έλεγες το όνομα του κρατούμενου κι έδινες την κατσαρόλα με το φαΐ του.
Εγώ –τότε ήταν η πείνα- με την πείνα οι διάφοροι σύλλογοι, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, είχανε φτιάξει διανομή φαγητού στα μέλη τους. Οι δάσκαλοι της Πάτρας είχαν φτιάξει τον αντίστοιχο αυτόν χώρο για να μοιράζουνε κάθε μέρα το φαΐ, που ήτανε μια κατσαρόλα, ένα κονσερβοκούτι ας πούμε που πήγαινες να σου δώσει μια κουτάλα φασουλόζουμο, ας πούμε, μέσα εκεί… για να επιβιώσεις. Επειδή εμένα ήτανε και η μάνα μου και ο πατέρας μου δάσκαλοι, μου δίνανε δυο κουταλιές. Δύο μέλη, έτσι δεν είναι. Εγώ γιόμιζα λοιπόν το συφερτάσι, που το λέγαμε τότε, και πήγαινα, συνέχιζα τον ανήφορο, έφτανα στις φυλακές και έδινα το κατσαρόλι στο παραθυράκι, για τον πατέρα μου.
Δηλαδή η κάθε οικογένεια του κρατουμένου όφειλε να τον σιτίζει, γιατί μέσα δεν υπήρχε τίποτα, εκεί πεθαίνανε από την πείνα. Υπήρχε βιβλίο που… είχε πέσει λιμός.. πεθαίνανε από την πείνα κι απ’ τις αρρώστιες, απ’ την ψείρα, απ’ την ελονοσία κ.λπ, κ.λπ. Μέχρι που έφτασε, οι Ιταλοί – ιταλοκρατούμενη ήταν (η Πάτρα)- να ζητήσουν τη βοήθεια του Νομάρχη και ο Νομάρχης του Ερυθρού Σταυρού, για να τους φέρουν να φάνε ή να τους φέρουν κινίνο, ας πούμε. Πέθαιναν, γιατί τους είχανε και παστώσει μέσα εκεί. Σ’ ένα δωμάτιο πού ‘παιρνε ας πούμε, 50 άτομα, είχαν 150 άτομα μέσα, κατάλαβες; Λοιπόν… πήγαινα, λοιπόν, το φαΐ κι έλεγα –πιτσιρίκος, ίσα που έφτανε θυμάμαι το χέρι μου στο παραθυράκι εκεί- «Γεωργόπουλος». Από μέσα έβγαινε ένα χέρι κι έπαιρνε το κατσαρόλι. Κι άκουγα από μέσα τη φωνή που φώναζε «Γεργόπουλοοοος». Ύστερα από λίγο έβγαινε το χέρι μαζί με το κατσαρόλι. Συνήθως έβγαινε το χέρι με το κατσαρόλι άδειο. Είχε ένα κατσαρόλι, ας πούμε, μέσα ο πατέρας μου ή ο κρατούμενος, άδειαζε και σου επέστρεφε το άλλο κατσαρόλι, το συφερτάσι που το λέγαμε. …. Συφερτάσι ήταν εκείνο το κατσαρολάκι, που είχαμε τότε, αλουμινένιο, που κουβαλάγαμε φαΐ. Που είχε ένα χερουλάκι… στρογγυλό… Αργότερα κάναμε δυο τρύπες σε μια κονσέρβα και βάζαμε ένα σύρμα έτσι… και μου γύριζε το κατσαρόλι πίσω, αλλά έβλεπα ότι το κατσαρόλι μου το επέστρεφε γιομάτο πάλι, κι άκουγα και τη φωνή του πατέρα μου πίσω από το παραθυράκι «Τάκη, να το φας εσύ»… Ήταν η πείνα. Δεν το κράταγε ο πατέρας μου, μου το επέστρεφε πίσω και πήγαινα εγώ ακριβώς απέναντι, που και τώρα άμα πας, άμα περάσεις από κει θα δεις, είναι ένα καφενεδάκι, που ‘χει μουριές απ’ έξω. Απ’ την πλευρά της (οδού) Λόντου, ακριβώς απέναντι, είναι μια πόρτα με δύο μαρμάρινα σκαλάκια –υπάρχουν ακόμα-, καθόμουν σ’ αυτά τα σκαλάκια, όπως ήτανε το κατσαρόλι με το φασουλόζουμο το ρούφαγα και πήγαινα στη μάνα μου, πίσω, μου ‘λεγε «το ‘δωσες το φαΐ του πατέρα σου;» και της έλεγα και ψέματα, «ναι»…