Συμβόλαιον Υπ’ Αριθ. 4685/1877 Μέρος Α΄
Ἡ ἀγοραπωλησία τὴν ὁποία διαπραγματεύεται τὸ συμβόλαιο ποὺ παρουσιάζεται σήμερα, ἀφορᾶ -κατὰ πᾶσα πιθανότητα- στὴν ἔκταση ἑνὸς ἀμπελώνα, ποὺ δὲν ὑφίσταται σήμερα, ἀφοῦ στὴ θέση του ὀρθώθηκαν τὰ μεγάλα βιομηχανικὰ κτίσματα, ποὺ διακρίνονται σὲ πρῶτο πλάνο στὴν ἀεροφωτογραφία ποὺ παραθέτουμε, τὰ ὁποῖα στέγασαν τὶς λεγόμενες «Ἀποθῆκες Βλάση» καὶ τὶς εὐμεγέθεις δεξαμενὲς τῆς οἰνοπαραγωγῆς. Πρόκειται γιὰ τὴν ἔκταση ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς μετὰ τὸν ἐμβληματικό, θὰ λέγαμε, ἀμπελώνα τῆς οἰνοποιΐας, ὁ ὁποῖος ἁπλώνεται δεξιά, καθὼς φθάνει στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου καὶ πρὸ τῆς κεντρικῆς πύλης τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS.
Εὐτυχῶς, διασώθηκε ἕνα τοπογραφικὸ διἀγραμμα τῆς περιοχῆς, ποὺ ἐκπονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰ. Πομώνη στὰ 1952 – πρὶν δηλαδὴ οἰκοδομηθεῖ ἡ συγκεκριμένη ἔκταση – χάρις στὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε μία εἰκόνα τόσο τοῦ κτήματος, ὅσο καὶ τοῦ ἀναφερομένου στὸ συμβολαιογραφικὸ κείμενο «ἐν αὐτῷ ἀγροτικοῦ οἰκίσκου τῆς περιοχῆς», ὁ ὁποῖος ἀποτυπώνεται ἄνω δεξιὰ στὸ διάγραμμα, ἐνῶ στὸ σχετικὸ Ὑπόμνημα φἐρει τὸν ἀριθμὸ 33 καὶ τὴν ἔνδειξη «οἰκία παραστάτου».
Ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία τῆς ἀγοραπωλησίας – 8 Ἰουνίου 1877 – συνάγεται ὅτι ἡ λεγόμενη Gutland, τὸ Κτῆμα, δηλαδή, τῆς Οἰνοποιΐας τοῦ Gustav Clauss, δὲν ἀγοράστηκε ἐξ ὁλοκλήρου, οὔτε διὰ μιᾶς, οὔτε ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν Gustav Clauss…
Ἡ Gutland δημιουργήθηκε τμηματικά, ἀπὸ κτήματα ποὺ προσαρτήθηκαν στὴν ἀρχική της ἔκταση σὺν τῷ χρόνῳ, ἐνῶ ἰδιοκτῆτες τῶν γαιῶν αὐτῶν ἦσαν περισσότεροι τοῦ ἑνὀς, ὅλοι ὅμως μέτοχοι στὴν οἰνοποιητικὴ ἑταιρεία «ΑΧΑΪΑ». Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς συμμετόχους, ἦταν καὶ ὁ Γερμανὸς Carl Keller, ἐμποροϋπάλληλος, κατὰ τὸ ὑπ’ ὄψιν συμβόλαιο, ὁ ὁποῖος ἀγόρασε, τέσσαρα χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς «ΑΧΑΪΑ», τὸ κτῆμα στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε, ἀπὸ τὸν Ἕλληνα κτηματία Κωνσταντῖνο Καλφαρέντζο.
Τὰ περὶ τοῦ κτήματος αὐτοῦ καὶ τῆς ἱστορίας του μποροῦμε νὰ τὰ πληροφορηθοῦμε ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ συμβολαίου, μαζὶ μὲ ἄλλες μικρὲς ἱστορικὲς πληροφορίες ἀφορῶσες σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα ἐνδιαφέροντα ἤ μή, κατὰ τὸ μέτρο τῶν ἐνδιαφερόντων ἑνὸς ἑκάστου. Ἀλλά, πρὶν προχωρήσουμε στὴ δημοσιοποίηση τοῦ συγκεκριμένου κειμένου ὀφείλουμε, εἰσαγωγικῶς, νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἐξωτερική του μορφή: τὸ ἀποθησαυρισμένο, λοιπόν, στὸ Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS συμβόλαιο ὑπ’ ἀριθ. 4685/1877 δὲν εἶναι τὸ πρωτότυπο, ποὺ συνετάχθη στὰ 1877, ἀλλὰ «ἀκριβές», χειρόγραφο «ἀντίγραφό» του, ποὺ δημιουργήθηκε τὴν 21 Δεκεμβρίου 1929, προφανῶς γιὰ τὴν κάλυψη κάποιας νομικῆς ἀνάγκης τῆς ἐποχῆς. Συνολικῶς τὸ χειρόγραφο αὐτό –εὐανάγνωστο καὶ διατηρημένο σὲ καλὴ κατάσταση- καταλαμβάνει 12 σελίδες, ὑποκίτρινου χρώματος, συγκροτημένες ἀπὸ τρεῖς ἀνεξάρτητες δίφυλλες κόλλες μὲ διαγράμμιση, διαστάσεων 29.5 x 20.5 cm, τῶν ὁποίων ἡ πρώτη σελίδα εἶναι νομίμως χαρτοσημασμένη στὴν ἐπάνω ἀριστερὴ γωνία της, ἀφ’ ἑνὸς μὲ ἔντυπη, στρογγυλὴ σφραγίδα μπλὲ χρώματος, ποὺ ἔχει στὸ κέντρο της τὸ Ἐθνόσημο, ἐνῶ περιμετρικὰ ἀναγράφει «ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΝ ΔΡ. 10 ΔΕΚΑ» καί, ἀφ’ ἑτέρου, μὲ ἀνάγλυφη, ἄχρωμη, στρογγυλὴ καὶ πάλι σφραγίδα, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴν προηγούμενη, τῆς ὁποίας ἡ ἐπιγραφὴ «ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1929» κυκλώνει παράσταση τοῦ ἀγάλματος τῆς μυθικῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς.
Μορφολογικῶς, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν παρατηρήσουμε τὴν συντακτικὴ δομὴ τοῦ κειμένου, τὴν ὁποία χαρακτηρίζει μία σειρὰ ἀβλεψιῶν, λαθῶν ἤ ἐπιπολαιοτήτων, τοὐλάχιστον ἀσυνήθη γιὰ συμβολαιογραφικὸ κείμενο. Πέραν τῶν ὄχι συνηθισμένων γλωσσικῶν νεωτερισμῶν – ὅπως π.χ. τῆς φράσεως «καὶ ἄσχετοι πάσης συγγενείας μ’ ἐμὲ καὶ τοὺς μάρτυρας», ἀντὶ τῆς συνήθους «καὶ ἄσχετοι πάσης συγγενείας μετ’ ἐμοῦ καὶ τῶν μαρτύρων» ποὺ παρουσιάζεται ὡς ὅρος-κλισὲ στὰ συμβόλαια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς- οἱ ὁποίοι μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ μία ἐνδεχόμενη διάθεση μεταβάσεως στὴν δημοτικὴ γλῶσσα, συναντᾶμε καὶ σαφῆ λάθη, ὅπως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φράση «καὶ ἄσχετοι πάσης συγγενείας μ’ ἐμὲ καὶ τοὺς μάρτυρας», δὲν συμφωνεῖ, συντακτικῶς, μὲ τὴν ἀκριβῶς προηγούμενη, ποὺ λέει: «κατοίκων Πατρῶν, πολιτῶν Ἑλλήνων». Μία πρόταση ποὺ ἀρχίζει μὲ γενικὴ πτώση («κατοίκων», «πολιτῶν Ἑλλήνων») συνεχίζει ξαφνικὰ μὲ ὀνομαστική («ἄσχετοι», ἀντὶ «ἄσχετων»)…
Δὲν μποροῦμε νὰ εἰκάσουμε τὰ αἴτια μιᾶς τέτοιας συντακτικῆς παρασπονδίας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ πιθανολογήσουμε προχειρότητα τοῦ ἀντιγραφέως, ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ γραμματικά, ἀλλὰ γιὰ συντακτικὰ κυρίως λάθη. Ἀφαλῶς, ὅμως, καὶ δὲν μποροῦμε, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, νὰ τὰ ἀποδώσουμε σὲ ἐλλιπῆ κατάρτιση τοῦ ἔγκριτου συμβολαιογράφου τῆς ἐποχῆς Λεωνίδα Μ. Κούκα, τοῦ ὁποίου ἔχουμε πάμπολλα δείγματα ἄριστης συμβολαιογραφικῆς γραφῆς. Δεδομένου, μάλιστα, ὅτι τὸ μεῖζον γιὰ τὴν ἔρευνα εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν πληροφοριῶν ποὺ διασώζει τὸ κείμενο, ἀρκούμεθα ἁπλῶς στὴν παρατήρηση τοῦ γεγονότος καὶ προχωροῦμε εὐθὺς στὴν δημοσιοποίηση τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 4685 Συμβολαίου.
Ἀριθ. 4.685
Ἐν Πάτραις σήμερον τὴν ὀγδόην τοῦ μηνὸς Ἰουνίου τοῦ ἔτους χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ ἑβδομηκοστοῦ ἑβδόμου, ἡμέραν τετράδην (sic) ἐν τῷ καταστήματι τῆς ἑταιρείας «Φέλς καὶ Σια» κειμένῳ ἐν τῇ ἰδίᾳ οἰκίᾳ τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, κειμένῃ εἰς τὴν παραλίαν γραμμὴν τῆς Κάτω ταύτης πόλεως, ἐνώπιον ἐμοῦ τοῦ συμβολαιογράφου καὶ κατοίκου Πατρῶν Λεωνίδα Μ. Κούκα καὶ τῶν ἐπὶ τούτῳ προσληφθέντων μαρτύρων Κωνσταντίνου Δ. Δαβαρούκα καὶ Ἀνδρέου Φιλοπούλου, ἀμφοτέρων ἐμποροϋπαλλήλων, κατοίκων Πατρῶν, πολιτῶν Ἑλλήνων, γνωστοί μοι καὶ ἄσχετοι πάσης συγγενείας μ’ ἐμὲ καὶ τοὺς μάρτυρας, ἀφ’ ἑνὸς ὁ Κωνσταντῖνος Καλφαρέντζος, κτηματίας, κάτοικος Πατρῶν, ἀφ’ ἑτέρου ὁ Κάρολος Κέλλερ, ἐμποροϋπάλληλος, ἐξ Ἀϊδεμβέργης τῆς Γερμανίας καὶ κατοικῶν ἐνταῦθα, μὴ εἰδὼς δὲ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἀλλὰ τὴν γερμανικήν, ἐνεφανίσθη μετ’ αὐτοῦ, ὡς διερμηνεύς, ὁ ἐπίσης γνωστός μοι καὶ μὴ ἐξαιρετέος Αἰμίλιος Γερούσης, ἰατρὸς καὶ κάτοικος Πατρῶν, ὅστις ὡρκίσθη παρ’ ἐμοῦ προηγουμένως, κατὰ τὸν Νόμον, ἐπὶ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅτι θέλει διερμηνεύσει πιστῶς καὶ ἀκριβῶς ἅπαν τὸ περιεχόμενον τοῦ παρόντος Γερμανιστὶ εἰς τὸν Κάρολον Κέλλερ, ἑλληνιστὶ
δὲ τὰς ἀπαντήσεις τοῖς λοιποῖς τοῦ παρόντος, καὶ ἐκ τρίτου ὁ Κωνσταντῖνος Τάσος, Διευθυντὴς τοῦ Λογιστηρίου τοῦ ἐνταῦθα ὑποκαταστήματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος, κάτοικος Πατρῶν, ἀντιπρόσωπος καὶ ἀναπληρῶν τὸν ἀπουσιάζοντα Διευθυντὴν τοῦ ἰδίου ὑποκαταστήματος τῆς εἰρημένης Τραπέζης καὶ ἐζήτησαν τὴν σύνταξιν τοῦ παρόντος περὶ ἀγοραπωλησίας συμβολαίου, δι’ οὗ συμφωνήσαντες παραδέχονται τὰ ἀκόλουθα.
ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος Καλφαρέντζος, ὤν κύριος καὶ τέλειος διακάτοχος ἑνὸς κτήματος εἰς θέσιν «Ρηγανόκαμπον» (sic) τῆς περιφερείας Πατρῶν, συνιστάμενον ἐκ στρεμμάτων βασιλικῶν ἑξήκοντα (60) ἐξ ὧν στρέμματα τεσσαράκοντα πέντε εἶναι πεφυτευμένα ἄμπελος συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν πέριξ ταύτης χανδάκων καὶ δρομίσκου, τὰ δὲ ἕτερα στρέμματα δέκα πέντε εἶναι ἀγρός, καὶ συνορευομένου τοῦ ὅλου κτήματος Ἀνατολικῶς μὲ λόφον, Δυτικῶς μὲ δρομίσκον ἰδίου κτήματος, μεσημβρινῶς μὲ δημόσιον δρόμον τῶν Καλαβρύτων καὶ Ἀρκτικῶς μὲ ἀγροὺς Θεοδώρου Λυκοθεοδώρου ἤ Γεωργιοπούλου, καὶ περιελθόντος τοῦ κτήματος τούτου εἰς τὸν εἰρημένον Κωνσταντῖνον Καλφαρέντζον τὰ μὲν τριάκοντα στρέμματα ἐκ προικοκτησίας, ὡς προκύπτει ἐκ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 1651 καὶ ἀπὸ δωδεκάτης Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1846 προικοκτησίας
ἐγγράφου τοῦ ὑπουργείου τῶν οἰκονομικῶν ἐκδοθέντος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ προκατόχου του Κ. Συνοδινοῦ καὶ περιελθόντος διαδοχικῶς καὶ διὰ νομίμων τίτλων τῷ Κωνσταντίνῳ Καλφαρέντζῳ, τὰ δὲ ἕτερα τριάκοντα στρέμματα κατεχόμενα, κατὰ τὴν ὁμολογίαν του, πρὸ χρόνων παρὰ τοῦ ἰδίου Καλφαρέντζου καὶ δηλωθέντα παρὰ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Καλφαρέντζου, ὡς προκύπτει ἐκ τῆς ἀπὸ 28 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1873 δηλώσεώς του καταχωρισθείσης παρὰ τοῦ Οἰκονομικοῦ Ἐφόρου Πατρῶν εἰς τὰ βιβλία τῶν δηλώσεων τοῦ χωρίου Πατρῶν τοῦ Δήμου Πατρέων ὑπ’ αὔξοντα ἀριθμὸν 59 συμφώνως μὲ τὸν (υ)ΛΑ περὶ διαθέσεως καὶ διανομῆς τῆς ἐθνικῆς γῆς νόμον,
περιῆλθε εἰς τὴν κυριότητά του τὸ κτῆμα τοῦτο, ὁ Κωνσταντῖνος Καλφαρέντζος πωλεῖ καὶ μεταβιβάζει διὰ τοῦ παρόντος μεθ’ ὅλων ἐν γένει τῶν ἐπ’ αὐτοῦ δικαιωμάτων του, πρὸς τὸν ἕτερον συμβαλλόμενον καὶ ἀποδεχόμενον τὴν ἀγοραπωλησίαν ταύτην Κάρολον Κέλλερ, ἀντὶ ὁλικοῦ τιμήματος Δραχμῶν εἴκοσι ὀκτὼ χιλιάδων πεντακοσίων (28.500), ὅπερ τίμημα τὰ μέρη παραδέχονται ὡς δίκαιον, ἀντάξιον καὶ σύμφωνον μὲ τὰς σήμερον τρεχούσας τιμάς, παραιτούμενα ἀμοιβαίως πάσης περὶ ὑπερόγκου βλάβης ἀγωγῆς ἤ ἐνστάσεως περὶ τῆς ἀγοραπωλησίας ταύτης εἶχε συνταχθεῖ μεταξὺ τῶν μερῶν τὸ ἀπὸ 24ης
Μαΐου ἔτους ἐνεστῶτος καὶ ὑπ’ ἀριθ. 4648 ὑποσχετικὸν πωλήσεως, συνταχθὲν ὑπ’ ἐμοῦ τοῦ ἰδίου συμβολαιογράφου, ἡ δὲ ἀγοραπωλησία αὕτη καταρτίζεται ὁριστικῶς διὰ τοῦ παρόντος τοῦ ἄνω περιγραφομένου κτήματος καὶ διὰ τοῦ ὡς ἄνω τιμήματος τῶν Δραχμῶν 28.500 ὑπὸ τοὺς ἀκολούθους ὅρους καὶ συμφωνίας.
Ὅτι ἐκ τοῦ ρηθέντος τιμήματος ὁ ἀγοραστὴς Κάρολος Κέλλερ κατέβαλε Δραχμὰς 23.500, ἅς ὑπ’ ὄψιν ἐμοῦ καὶ τῶν μαρτύρων παρέλαβεν ὁ πωλητὴς Κωνσταντῖνος Καλφαρέντζος πρὸς συμπλήρωσιν δὲ ὁλοκλἠρου τοῦ ὡς ἄνω συμπεφωνημένου τιμήματος Δραχμὰς 3.000 ἔλαβεν ὁ αὐτὸς Κωνσταντῖνος Καλφαρέντζος, δυνάμει τοῦ μνησθέντος προκαταρκτικοῦ τῆς ἀγοραπωλησίας ταύτης συμβολαίου μου, ὑπ’ ἀριθ. 4648 λόγῳ ἀῤῥαβῶνος, ἅς ἤδη τὰ μέρη καταλογίζουν εἰς τὸ τίμημα, τὰς δὲ ἑτέρας Δραχμὰς δύω χιλιάδας πρὸς ἐντελῆ συμπλήρωσιν τοῦ ἄνω τιμήματος κρατεῖ εἰς χεῖρας του ὁ ἀγοραστὴς Κάρολος Κέλλερ ἵνα δι’ αὐτῶν πληρωθῶσι τῷ Δημοσίῳ τὰ ὀφειλόμενα αὐτῷ ἐκ τε τῶν καθυ-
- Ὁ συμβολαιογράφος Πατρῶν καὶ κάτοχος τοῦ ἀρχείου τοῦ ποτέ συμβολαιογράφου Πατρῶν Λεωνίδα Μ. Κούκα
Τ.Σ. – ὑπογραφή: (Δημητρόπουλος;)
- (χαρτόσημον) συνέχεια τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 4685 συμβολαίου τοῦ ποτέ συμβολαιογράφου Πατρῶν Λεωνίδα Μ. Κούκα
στερουμένων καὶ τῶν μήπω ληξασῶν δόσεων τῆς προικοκτησίας καὶ τὸ ὁλικὸν ποσὸν τῆς ἀξίας τῶν δηλωθεισῶν γαιῶν κατὰ τὴν ὁριστικὴν ἐκτίμησιν αὐτῶν, συμφώνως μὲ τὸν νόμον.
Ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος Καλφαρέντζος ὑπόσχεται καὶ ὑποχρεοῦται νὰ προσάξῃ ἐπίσημον τοῦ ἐνταῦθα ταμίου πιστοποίησιν ἐξ ἧς νὰ ἐμφαίνηται ὅτι τὰ εἰρημένα τριάκοντα στρέμματα τοῦ πωλουμένου κτήματος, τὰ ἐκ προικοκτησίας προερχόμενα, οὐδὲν ὀφείλουσι τῷ Δημοσίῳ δι’ οἱανδήποτε αἰτίαν, ἤ ἐπίσης ἐπίσημον πιστοποίησιν τί ποσὸν ὀφείλουσι τῷ Δημοσίῳ καὶ ἐν μὲν τῇ πρώτῃ περιπτώσει ὁ ἀγοραστὴς Κάρολος Κέλλερ οὐδὲν δικαιοῦται νὰ κρατήσῃ πρὸς πληρωμὴν ὀφειλομένων δῆθεν δόσεων πρὸς ἀποπληρωμὴν τῆς προικοκτησίας, ἐν τῇ ἑτέρᾳ δὲ περιπτώσει δικαιοῦται νὰ καταβάλῃ τῷ Δημοσίῳ ὅσα ὀφείλονται αὐτῷ διὰ τὴν αὑτὴν ἤ δι’ἄλλην αἰτίαν οἱανδήποτε, ἀφορῶσαν τὴν προικοκτησίαν ἐκ τῶν κρατουμένων ὡς ἄνω Δραχμῶν δύω χιλιάδων.
ὅτι ὁ Κάρολος Κέλλερ δικαιοῦται νὰ κρατήσῃ
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…)