Μνήμες Ημερών Πολέμου…
«Μιχαλέικα» ὀνομάζεται συνοικισμὸς παρακείμενος τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Δεμέστιχα, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ «ΑΧΑΪΑ» ἔχει ἄρρηκτους οἰνολογικοὺς δεσμούς, ἀπὸ τὸν προπερασμένο ἤδη αἰῶνα. Τὸ ὄνομα τοῦ συνοικισμοῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Μιχαλοπούλου, οἱ πρόγονοι τῆς ὁποίας ὑπῆρξαν πρῶτοι οἰκιστὲς τῆς περιοχῆς. Σήμερα, οἱ κλώνοι τῆς οἰκογένειας ἔχουν ἁπλωθεῖ μέχρι καὶ τὴν Ἀμερική ἀπ’ ὅπου, πρὶν δέκα πέντε χρόνια, ἔφτασε μιὰ ἐπιστολὴ μὲ καταγεγραμμένες ἀναμνήσεις σχετικὲς μὲ τὴ ζωὴ σ’ αὐτὸν τὸν ὡραῖο τόπο, κυρίως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ πολέμου τοῦ 1940.
Ἡ σημερινή μας, λοιπόν, ἐπετειακὴ ἀνάρτηση, εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν ἡμερῶν ἐκείνου τοῦ πολέμου καί, βέβαια, σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ διηγήθηκαν τὰ γεγονότα, ἤ ποὺ ἀναφέρονται στὶς διηγήσεις. Καὶ τοῦτο γιατί, καὶ τότε ἀλλὰ καὶ σήμερα, σὲ ὅλα τὰ ἐδάφη ποὺ ἀναφέρονται στὴ διήγηση, φύονταν καὶ φύονται οἱ ἀμπελῶνες, ἀπ’ ὅπου ἀρύεται κρασὶ τῆς Ἀχάια Clauss.
Γιὰ νὰ βρεῖ, ἔτσι, ἐκ τῶν ὑστέρων, τὴν πλήρη ἐφαρμογή του ὁ στίχος τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη:
Τὰ ἀποσπάσματα ποὺ θὰ παρατεθοῦν , εἶναι ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στοὺς οἰκείους της ἡ Πόλα Φράγκου, κόρη τῆς Βασιλικῆς Φράγκου-Μιχαλοπούλου, ποὺ ζεῖ στὴν Ἀμερική. Ἡ ἐπιστολὴ ἀναφέρεται στὴν ἐπίσκεψη ποὺ πραγματοποίησε ἡ συντάκτις της στὰ Μιχαλέικα, τὸ ἔτος 2000, μαζὶ μὲ τὸν ἑξάδελφό της Γιῶργο Κακουλίδη καὶ τὴ σύζυγό του Ρούθ, καὶ στὶς ἀναμνήσεις ποὺ κατέγραψε, συζητώντας μὲ συγγενεῖς της.
Τίποτε ἀπ’ ὅλα ὅσα –μὲ ἰδιαίτερη συγκινησιακὴ φόρτιση- δημοσιοποιοῦνται σήμερα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, ἄν ὁ κ. Γιῶργος Κακουλίδης καὶ ἡ κ. Ἐλλιάνα Σίνου, ἀπόγονοι τῆς οἰκογενείας Μιχαλοπούλου, δὲν μᾶς ἐμπιστεύονταν τὰ κείμενα καὶ δὲν μᾶς ξεναγοῦσαν στὰ Μιχαλέικα, τὸν τόπο ὅπου διαδραματίστηκαν τὰ γεγονότα τῆς ἐπιστολῆς. Γι’ αὐτό, ἡ Ἀχάια Clauss ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη της στοὺς ἐξαιρετικοὺς αὐτοὺς Φίλους της, ὅπως καὶ στὸν συνεργάτη της καὶ κάτοικο Μιχαλεΐκων, κ. Γιάννη Διαμαντῆ, χωρὶς τὴ σημαντικὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου, ἡ αὐτοψία θὰ ἦταν ἀδύνατη.
Ἡ ἐξ Ἀμερικῆς ἐπιστολὴ τῆς Πόλας Φράγκου, πρωτοτύπως εἶναι γραμμένη στὴν Ἀγγλικὴ γλῶσσα. Γιὰ λόγους προφανεῖς, δημοσιεύονται σήμερα μόνο τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐποχὴ καὶ στὰ γεγονότα τοῦ πολέμου, σὲ ἐλεύθερη μετάφραση, καὶ χωρὶς φιλολογικὴ ἤ ἄλλου εἴδους ἐπεξεργασία, ἔστω κι ἄν αὐτὸ συνεπάγεται μιὰ κάποια τραχύτητα, ἤ ἀγριότητα πού, πάντως, ἀπηχεῖ τὴν σκληρὴ πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς…
Μαριγούλα, Ἑλένη, Ἀθηνᾶ 7/9/00
Πῆγα μὲ τὸν Γιῶργο καὶ τὴ Ροὺθ νὰ πάρουμε τὴ θεία Ἑλένη γιὰ μία ἐπίσκεψη μέχρι τὰ Μιχαλέικα. Ζεῖ ἐκεί ἡ Ἀθηνᾶ τὰ καλοκαίρια … Πήραμε μαζί μας φαγητό, ὅπως κάναμε συνήθως – φέτα ἀπὸ τὸν Βασίλη, τὸν βοσκὸ ποὺ βόσκει τὰ πρόβατά του ἐπὶ τοῦ ἀκινήτου μας σὲ αντάλλαγμα γιὰ τὸ τυρί. Εἴχαμε ψωμὶ ὰπὸ τὴν Πάτρα, Κρητικά παξιμάδια, καὶ τὴ θρυλικὴ σαλάτα τῆς Ρούθ (λάχανο –καρότα) , καὶ φυσικά, λίγο κρασάκι. Τὸ σπίτι ἔπρεπε νὰ ἀνοιχτεῖ, νὰ ἀεριστεῖ, κλπ. Καθίσαμε ὅλοι στὸ σαλόνι μὲ τὰ παράθυρα ἀνοιχτά, καὶ μιλήσαμε. Ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι ὀγδόντα ἐτῶν, ἡ Μαριγούλα εἶναι ἑβδομήντα ἕξι. Συζητήσαμε ὅλοι μαζί, ἀλλά ἡ Ἀθηνᾶ φάνηκε πὼς ἦθελε νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὰ ἑξῆς σημαντικά:
«Θυμᾶμαι ποὺ ἔβλεπα τοὺς Γερμανοὺς νὰ ἔρχονται μὲ τὶς μοτοσικλέτες τους. Ἔτρεξα μέχρι τοὺς γύρω λόφους γιὰ νὰ κρυφτῶ στὰ δέντρα, ἀλλὰ ὅπως ἔτρεχα, τὸ πανωφόρι μου ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἄφησε τὸ ἴχνος μου. Ἤμουν τρομοκρατημένη. Οἱ Γερμανοὶ σταμάτησαν καὶ μοῦ φώναξαν: “ Ἐλᾶτε νὰ πάρετε τὸ πανωφόρι σας”. Γιὰ κάποιο λόγο ἦταν σὲ καλὴ διάθεση. Ἀσφαλῶς εἶχαν δεῖ πὼς κρυβόμουν, ἀλλὰ ἀποφάσισαν νὰ μὲ ἀφήσουν νὰ φύγω. Ἤμουν εἴκοσι χρονῶν τότε………….
Ὁ πατέρας μου, ἡ Βασιλικὴ καὶ ἐγώ, συνηθίζαμε νὰ πηγαίνουμε στὸ ποτάμι γιὰ νὰ βροῦμε καβούρια. Πιάναμε τὰ καβούρια καὶ ἀναρριχόμασταν στοὺς ὀγκόλιθους μεταφέροντάς τα. Ἦταν σκληρὴ δουλειά, ἀλλὰ ἄξιζε τὸν κόπο! Τὸ ζουμὶ τῶν καβουριῶν ἔκανε μιὰ ἐξαιρετικὴ σοῦπα. Ἡ Μαριγούλα ποτὲ δὲν ἦρθε μαζί μας –τὸ θεωροῦσε πάρα πολὺ ἐπικίνδυνο.
Σχετικά με τον πόλεμο ….
Μιχάλης, Ἀθηνᾶ, Ἑλένη καὶ Μαριγούλα 7/9/00
Ἡ Μαριγούλα μοιράζεται τὶς ἱστορίες της:
Ὅταν οἱ Γερμανοὶ κατέστρεψαν τὰ πάντα, μείναμε στὴν ἐκκλησία. Ἀνάψαμε μιὰ κοινὴ φωτιὰ γιὰ μαγείρευμα, μὲ τὴν οἰκογένεια τῆς γιαγιᾶς σας.
Θυμᾶμαι τὴ Βασιλικὴ (περίπου εἴκοσι ἐννέα χρόνων) λυγισμένη πάνω ἀπὸ τὴ φωτιά, νὰ μαγειρεύει μελιτζάνες καὶ πατάτες. Κοιμόμασταν μέσα στὴν ἐκκλησία ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες. Ἦταν, συχρόνως, οἱ πιὸ εὐτυχισμένες στιγμές μας καὶ τὰ χειρότερα χρόνια μας στὰ Μιχαλέικα.
Περισσότερα γιὰ τὸν πόλεμο ἀπὸ ὅλους ….
Στὸ τέλος τοῦ πολέμου, οἱ Γερμανοὶ στράφηκαν ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν. Ἐμεῖς βοηθήσαμε τοὺς Ἰταλοὺς νὰ κρυφτοῦν. Δὲν ὑπῆρχε τίποτα γιὰ νὰ φάει κανεὶς ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἐκτὸς ἀπὸ ἀλεύρι καλαμποκιοῦ καὶ νερό. Πηγαίναμε περπατώντας μέχρι τὸν μῦλο ποὺ ἄλεθε τὸ ἀλεύρι……
-ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ: Ἐγὼ θυμᾶμαι τὴν ἡμέρα ποὺ κάποιος ἔριξε πετρέλαιο καὶ πυρπόλησε τὸ καλαμπόκι καὶ τὰ κρεμμύδια……..
-ΘΕΙΑ ΕΛΕΝΗ: Ἐγώ, τὴν ἡμέρα ποὺ ἔπεσαν οἱ βόμβες ἔφυγα περπατώντας ἀπὸ τὴν Πάτρα. Περπάτησα, 11 ὥρες, ὥς τὸ χωριὸ Καλλιθέα, κοντὰ στὸ Παυλόκαστρο, ποὺ ἦταν ἡ ἀποθήκη τοῦ Γιώργου. Φάγαμε ντοματόσουπα ἐκεῖνο τὸ βράδυ ……
-ΑΘΗΝΑ: Κάποτε, κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου, πέρασαν οἱ Ἰταλοὶ στρατιῶτες. Ἐγὼ ἔτρεξα στὸ βουνὸ καὶ κρύφτηκα, μαζὶ μὲ τὸ γουρουνάκι μου. Ὅταν θεώρησα ὅτι ἔφυγαν ὅλοι, πῆγα κάτω στὴ βρύση – καὶ οἱ στρατιῶτες ἦταν ἐκεῖ. Γελούσαν. “Γιατί φοβᾶσαι;” μοῦ εἶπαν, “εἴμαστε Ἰταλοί”. Καὶ δὲν μᾶς πείραξαν. Πῆραν μόνο ἕνα κοτόπουλο, ἤ κάτι τέτοιο, καὶ μᾶς ἄφησαν τὰ τρόφιμα. Οἱ Γερμανοὶ ἦταν μιὰ ἄλλη ἱστορία – πῆραν τὰ πάντα! Εἶχαν προηγηθεῖ οἱ Ἐγγλέζοι, ποὺ ἔκρυψαν τὰ πάντα μέσα στὰ σπίτια μας καί, στὴ συνέχεια, ὅταν ἦρθαν οἱ Γερμανοί, τράπηκαν σὲ φυγή. Ἡ Πουλχερία, ἡ μητέρα τῆς Βασιλικῆς, εἶχε φτιάξει τραχανὰ καὶ τὸν ἔκρυψε, μαζὶ μὲ ἄλλα τρόφιμα, στὸ βουνό. Φοβόταν ὅτι οἱ Γερμανοὶ θὰ ἔπαιρναν τὰ τρόφιμά μας. Οἱ Ἐγγλέζοι εἶχαν κρύψει βόμβες καὶ τρόφιμα στὰ ὑπόγεια τῶν σπιτιῶν μας. Κάποιος, ὅμως, τὸ εἶπε στοὺς Γερμανοὺς αυτὸ καί, ἀργότερα, οἱ Γερμανοὶ χρησιμοποίησαν αὐτὲς τὶς βόμβες γιὰ νὰ ἀνατινάξουν ὅλα τὰ σπίτια στὰ Μιχαλέικα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν ὅλοι κοιμόντουσαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου – ἡ Μαριγούλα, ἡ Βασιλική, ὅλοι…
Ἡ οἰκογένειά μου κι ἐγώ, κάποια φορά, εἴχαμε μαζέψει σταφύλια στὸ χωράφι φορώντας μαντῆλες γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας, σὰ γριὲς γυναῖκες – γιὰ νὰ μὴ μᾶς πειράξουν οἱ Γερμανοί. Μιὰ ἄλλη φορά, ἡ Μαριγούλα εἶχε ἕνα φορτίο μέλι καὶ οἱ Γερμανοὶ τῆς τὸ πῆραν … Οἱ Ἰταλοί, πάλι, σκότωναν τὰ ἄλογα καὶ τὰ γαϊδούρια καὶ τὰ ἔτρωγαν….
Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἔρθουν οἱ Γερμανοὶ νὰ καταστρέψουν τὰ Μιχαλέικα, κρυφτήκαμε ὅλοι στὰ γύρω βουνά. Ὅταν γυρίσαμε, τὸ μόνο ποὺ βρήκαμε ἦταν τὸ καπέλο τοῦ πατέρα μου καὶ μιὰ κουβέρτα νὰ κρέμεται ἀπὸ ἕνα δέντρο. Τὰ περισσότερα δέντρα καταστράφηκαν – τὰ μῆλα μας, τ’ ἀχλάδια μας, κλπ. Στὴ συνέχεια, οἱ Γερμανοὶ κατέστρεψαν τὰ πάντα….
Πρὶν οἱ Γερμανοὶ καταστρέψουν τὰ σπίτια μας, ὑπῆρχε ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης, πολὺ ὄμορφος, ποὺ ἔδειχνε σὲ ὅλους μας φωτογραφίες τῆς οἰκογένειάς του. Οἱ ἀντάρτες εἶχαν ἐπιτεθεῖ στὴ συνοδεία αὐτοῦ τοῦ στρατιώτη, κάπου κοντὰ στὰ Καλάβρυτα, καὶ τοὺς εἶχαν σκοτώσει ὅλους, ἀλλὰ αὐτὸν τὸν πῆραν αἰχμάλωτο καὶ τὸν κράτησαν στὰ Μιχαλέικα. Ἦταν ὄμορφος – ξανθός, μὲ μπλὲ μάτια, πολὺ ψηλός. Οἱ Ἄγγλοι συνεργάζονταν μὲ τοὺς ἀντάρτες καὶ ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ τὸν σκοτώσουν. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν σκότωσαν στὸν δρόμο γιὰ τὰ Δεμέστιχα. Τὸν μισοέθαψαν, καὶ τὰ σκυλιὰ ἔτρωγαν τὰ κόκαλα του……
Μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου, κρυβόταν ἐδῶ ἕνας ἄνδρας μὲ τὸ ὄνομα Κανέλλος (κομμουνιστής, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὸν στρατό). Τὸ Κομμουνιστικὸ Κόμμα εἶχε διαλυθεῖ καὶ ὁ τακτικὸς Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἔψαχνε γι’ αὐτόν. Ἕνας στρατιώτης ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ ἦρθε καὶ ἄρχισε νὰ μιλᾶ στὸν ἀδελφό μου: “Μπορῶ νὰ ἔρθω μέσα;” ρώτησε. Ὁ ἀδελφός μου, Γιῶργος Μιχαλόπουλος, τοῦ εἶπε: “Ὄχι, δὲν μπορεῖτε νὰ ἔρθετε μέσα”. Ὁ στρατιώτης πῆγε πίσω καὶ εἶπε τὸ γεγονὸς στὸν στρατό. Ἀργότερα ἐπέστρεψαν ὅλοι οἱ στρατιῶτες καὶ εἰσέβαλαν στὸ σπίτι μας. Γιὰ κάποιο λόγο, εἶπαν νὰ μὴν σκοτώσουν τὸν Γιῶργο –Τὸν ξέρουμε, εἶναι ἐν τάξει, εἶπαν. Ὅρμησαν μέσα στὸ σπίτι. Ὁ Κανέλλος κρυβόταν μέσα στὴν καμινάδα. Ἔψαξαν, λοιπόν, τὸ σπίτι καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βροῦν. Ξεκίνησαν, τότε, νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀλλὰ ξαφνικά, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες γύρισε καὶ πυροβόλησε μὲ τὸ ὅπλο του πάνω στὴν καμινάδα ἀρκετὲς φορές. Ὁ Κανέλλος ἔπεσε νεκρός. Τὸν ἔσυραν ἔξω καὶ πέταξαν τὸ σῶμα του στὸ φαράγγι , κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου πρὸς Δεμέστιχα.
Γιαγιά, 7/9/00
Δὲν ξέραμε τίποτα γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ πολέμου, μέχρι ποὺ ἄρχισε. Ἦταν Δευτέρα –δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτέ. Περπατοῦσα καὶ ἄκουσα ἀεροπλάνα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου. Λίγο ἀργότερα ἀκούγονταν παντοῦ σειρῆνες. Στὴ συνέχεια ἔριξαν βόμβες στὴν Πάτρα – τὴν πρώτη πόλη ποὺ βομβαρδίστηκε στὴν Ἑλλάδα. Ὅταν ἄρχισαν τοὺς βομβαρδισμοὺς ἀφήσαμε τὴν Πάτρα γιὰ νὰ πᾶμε στὰ Δεμέστιχα -ἐγώ, ἡ Ἑλένη, ἡ Ἀφροδίτη, ἡ μητέρα μου Πουλχερία καὶ ὁ Πᾶνος. Ἐπίσης καὶ ἡ Ἐλισάβετ.
Ὁ Γιῶργος ἔμεινε στὴν Πάτρα – ἦταν στὸν στρατό. Ὁ πατέρας μου εἶχε πεθάνει ὅταν ἤμουν δέκα πέντε ἐτῶν, ἀπὸ πνευμονία. Ἡ Ἑλένη πῆγε τελικὰ πίσω στὴν Πάτρα, διότι οἱ ταμίες τῶν τραπεζῶν ἦταν ἀναγκαῖοι……
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Κυβερνοῦσε ὁ δικτάτορας Μεταξᾶς. Ὁ Μεταξᾶς εἶπε στὸν Μουσολίνι ὅτι δὲν ἤθελε πόλεμο μὲ τὴν Ἰταλία, ἀλλά, οὕτως ἤ ἄλλως, βομβαρδίστηκε ἡ Ἑλλάδα… Εἴχαμε πολλοὺς Ἰταλοὺς ποὺ ζοῦσαν στὴν Πάτρα τότε. Μερικοὶ ἦταν κατάσκοποι καὶ ὑπέδειξαν ἀκριβῶς, στὰ ἰταλικὰ ἀεροπλάνα, ποῦ νὰ βομβαρδίσουν. Ὅμως, ἡ Ἰταλία κατέληξε νὰ βομβαρδίζει καὶ μερικοὺς ἰταλικοὺς οἰκισμούς……
Μιὰ φορά, στὴν Πάτρα, ὁ Γιῶργος εἶχε βρεῖ, σὰν ἐπάγγελμα, νὰ κάνει χονδρὲς κάλτσες. Τὸ μηχάνημα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἀκουγόταν σὰν γραφομηχανή. Κάποιος τὸ ἄκουσε αὐτὸ καὶ εἶπε ὅτι ἦταν κατάσκοπος. Οἱ Γερμανοὶ στρατιῶτες ἦρθαν νύχτα. Μοῦ εἶπαν “Μὴ φοβᾶστε, εἴμαστε ἐδῶ γιὰ νὰ πάρουμε τὸν ἀδελφό σας”. Νόμιζα ὅτι ἦταν ὁ Πᾶνος, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπὸ τὰ Δεμέστιχα. Ἐγὼ μαγείρευα καὶ ἔκανα καθαριότητα, ἐνῶ ἡ Ἑλένη καὶ ὁ Γιῶργος ἐργάζονταν. Τὸν πῆραν στὰ ὀρεινά, ὅπου εἶχαν φυλακὲς (κάπου στὴν περιοχὴ Ἐγλυκάδα, κοντὰ στὸ μοναστῆρι). Κάθε φορὰ ποὺ οἱ Ἕλληνες ἔκαναν κάτι ποὺ οἱ Γερμανοὶ δὲν ἤθελαν, οἱ Γερμανοὶ σχημάτιζαν μία ὁμάδα φυλακισμένων αἰχμαλώτων καὶ τοὺς ἐκτελοῦσαν, ὡς ἀντίποινα. Ἔπρεπε νὰ ξυπνῶ κάθε μέρα στὶς τρεῖς τὸ πρωὶ καὶ νὰ περπατῶ ἐπὶ μιάμιση ὥρα, γιὰ νὰ λέω “γειὰ” στὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ βλέπω ἄν ἦταν ζωντανός. Τὸ ἔκανα αὐτὸ κάθε μέρα, ἐπὶ τρεῖς μῆνες…..
Κάποτε ἡ θεία μας, μόλις εἶχε σφάξει ἕνα γουρούνι. Ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχονταν οἱ Ἰταλοί, ἔντυσε τὸ γουρούνι σὰν γέρο καὶ τὸ ἔβαλε στὸ κρεβάτι της. Εἶπε στοὺς στρατιῶτες πὼς ἦταν ἄρρωστος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι….
Θυμᾶμαι, ὅταν οἱ Ἰταλοὶ ἦταν στὴν Πάτρα, ἦταν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, ἦταν ἀρκετὰ ἥσυχοι καὶ δὲν τοὺς φοβόμασταν τόσο. Μιὰ μέρα, μιὰ ὁμάδα ἀπὸ αὐτούς, στρατιῶτες, στέκονταν δίπλα στὸν φοῦρνο. Εἶπαν στὴν κυρία ποὺ ἐργαζόταν ἐκεῖ πὼς χρειάζονταν κάποιον γιὰ νὰ ἐπισκευάσει τὴ σημαία τους. Τοὺς εἶπε ὅτι ἐγὼ ἤμουν ἡ καλύτερη… Ἔτσι, μοῦ ἀνέθεσαν νὰ ράψω τὴ σημαία τους μέσα στὸ κατάστημά της, ἐνῶ ἐκείνη μετέφρασε καὶ μοῦ εἶπε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Δύο Ἰταλοὶ στρατιῶτες στέκονταν φρουροὶ στὴν πόρτα, ἐνῶ δούλευα. Ἀργότερα οἱ στρατιῶτες ἦρθαν καὶ μοῦ ἔφεραν ψωμί, ἀλλὰ ἐγὼ ἀρνήθηκα νὰ τὸ πάρω. Ἡ κυρία ἐκείνη, διέδωσε τὸ γεγονὸς σὲ ὅλη τὴν Πάτρα………
Μιὰ φορά, ἡ ξαδέλφη μου Βάσω καὶ ἐγώ, εἴχαμε μαζέψει σταφύλια κάπου κοντὰ στὰ Ψηλὰ Ἁλώνια. Εἴχαμε δύο σακοῦλες καὶ ἀρχίσαμε νὰ περπατᾶμε πρὸς τὸ σπίτι. Κάποιοι Ἰταλοὶ στρατιῶτες προσπάθησαν νὰ μᾶς τὰ πάρουν. Μᾶς ἅρπαξαν τὴν τσάντα, ἀλλὰ ἐγὼ τὴν τράβηξα πίσω – ὅπως ἡ διελκυστίνδα. Τελικά, μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τὴν κρατήσω. Ἡ Βάσω ἦταν τόσο φοβισμένη……….
Εἶχα ἕνα φόρεμα – ἕνα ὄμορφο βερικοκὶ ὕφασμα μὲ κόκκινα, λευκὰ καὶ μπλὲ τελειώματα στὸν ποδόγυρο καὶ στὰ μανίκια. Ἡ ἑλληνικὴ Ἀστυνομία μοῦ εἶπε νὰ ἀφαιρέσω τὸ στρίφωμα, γιατὶ οἱ Γερμανοὶ θὰ νομίσουν ὅτι ὑποστήριζα τὴν Ἀγγλία (Ἐπειδὴ ἦταν τὰ χρώματα τῆς ἀγγλικῆς σημαίας)………
Μιὰ μέρα ἤμουν ἕτοιμη νὰ πάω στὴ φυλακή, γιὰ νὰ δῶ τὸν Γιῶργο. Ὅμως, ἕνας στρατιώτης μὲ σταμάτησε καὶ εἶπε “δὲν μπορεῖτε νὰ βγεῖτε ἀπὸ τὸ σπίτι“. Εἶχαν πάρει δέκα ἄνδρες ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τοὺς εἶχαν κρεμάσει ἀπὸ τὰ δέντρα στὰ Ψηλὰ Ἁλώνια. Οἱ στρατιῶτες δὲν ἄφηναν κανέναν νὰ κυκλοφορεῖ στὸν δρόμο. Τὴν ἑπόμενη μέρα προσπάθησα καὶ πάλι νὰ πάω στὴ φυλακὴ νὰ δῶ τὸν Γιῶργο. Ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας μου, Θεοδώρα, θέλησε νὰ ἔρθει μαζί μου. Πήγαμε, ἀλλὰ κανεὶς δὲν περπατοῦσε ἔξω ὅπως ἄλλες φορές. Μοῦ εἶπαν τότε, ὅτι εἶχαν πάρει εἴκοσι ἄτομα καὶ τὰ πυροβόλησαν, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν ποιούς. Μείναμε γιὰ νὰ μάθουμε. Εἴδαμε ἕναν ἡλικιωμένο ἄντρα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ μεγάλη τύχη νὰ μὴν ἔχει ἐκτελεστεῖ. Εἶπε σὲ ὅλους στὸ καφενεῖο πὼς τοὺς ἀνάγκασαν νὰ σκάψουν τοὺς τάφους τους ἐκεῖ, καὶ στὴ συνέχεια τοὺς πυροβόλησαν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μᾶς εἶπε “Δὲν νομίζω ὅτι ὁ ἀδελφός σας ἦταν ἀνάμεσά τους“. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀργότερα ἐκτελέστηκε……….
Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Γιῶργος κατέληξε στὰ Δεμέστιχα. Ὁ Ἄγγλος διοικητὴς ἔμεινε στὸ σπίτι μας. Ἀγγλικὰ ἀεροπλάνα ἦρθαν καὶ ἔφεραν προμήθειες καὶ βόμβες, καὶ τὶς ἀποθήκευσαν στὰ ὑπόγεια τῶν σπιτιῶν τῶν κατοίκων. Κάποιοι, ἐν τέλει, τὸ εἶπαν στοὺς Γερμανούς, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀνατίναξαν τὰ πάντα στὰ Δεμέστιχα. Τὸ Βιβλίο τῆς Ἱστορίας θὰ πεῖ τὰ πάντα γιὰ τοὺς Γερμανούς, τοὺς Ἄγγλους καὶ τοὺς Ἰταλοὺς στὴν Ἑλλάδα….
Ὑπῆρχαν πολλὲς φορὲς ποὺ δὲν εἴχαμε τίποτα νὰ φᾶμε. Ἕλληνες ἔκλεβαν Ἕλληνες. Ἦταν κάποτε μιὰ οἰκογένεια μὲ ἕνα ἀγόρι, ποὺ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φᾶνε. Μᾶς παρακαλοῦσαν κι ἐμεῖς τοὺς δίναμε τρόφιμα ὅποτε μπορούσαμε. Ἦταν περίπου δέκα πέντε ἤ δέκα ἕξι ἐτῶν τὸ παιδί, τὸ δέρμα του ἦταν κίτρινο, καὶ εἶχε ψεῖρες. Συνήθως μετέφερε πτώματα μὲ ἕνα καρότσι ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Θυμᾶμαι, μιὰ μέρα ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ δουλειά, τὸν ρώτησα ἄν ἦταν λυπημένος. Μοῦ εἶπε:
“Τί λυπημένος νὰ εἶμαι; Ὅλο τὸν χρόνο αὐτὸ τὸ πρᾶγμα συμβαίνει”…………
Κάποτε, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀντάρτες ἦταν στὰ Δεμέστιχα ( μεταμφιεσμένοι πάντα), ἡ μητέρα μου πῆγε στὸ πηγάδι καὶ εἶδε ἕναν ἱερέα. Ζήτησε τὴν εὐλογία του, καὶ τῆς ἔδωσε τὴν εὐλογία του. Ὅταν πῆγε πίσω καὶ τὸ εἶπε σὲ ὅλους, ὅλοι γέλασαν μαζί της – γιατὶ αὐτὸς ὁ «ἱερέας» ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ τῶν ἀνταρτῶν!……
Μιὰ φορά, περπατοῦσα πρὸς τὴ φυλακὴ καὶ εἶδα ἕνα καρότσι νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος μου μὲ ἕνα πτῶμα, δύσκαμπτο καὶ μισοπεσμένο ἔξω. Ἔκανα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ συνέχισα νὰ περπατῶ. Ἀργότερα ἀνακάλυψα ὅτι ἦταν ὁ ξάδελφός μου ὁ Μιχάλης, ποὺ εἶχε ἐκτελεστεῖ στὴ φυλακή. Μᾶς εἶπαν νὰ μὴν πᾶμε στὴν κηδεία, γιατὶ αὐτὰ θὰ μᾶς συνέδεε μαζί του καί, ἐνδεχομένως, θὰ δημιουργοῦσε πρόβλημα στὸν ἀδελφό μου τὸν Γιῶργο…..
Στὰ Δεμέστιχα οἱ Εγγλέζοι καὶ οἱ ἀντάρτες συνεργάστηκαν. Ἔπιασαν μιὰ μέρα ἕναν Γερμανὸ – τὸν πῆραν καὶ τὸν πυροβόλησαν. Ὲγὼ παρακολούθησα τὸ συμβάν, βῆμα πρὸς βῆμα. Ἐκεῖνος οὔρλιαζε καὶ φώναζε φρικτά. Αὐτὸς ὁ ἦχος δὲν θὰ φύγει ποτὲ ἀπό τὰ αὐτιά μου………
Συνομιλία μὲ Θεία Ἑλένη 7/9/00
Ποιός εἶναι ὁ ἀγαπημένος σας ἅγιος;
– Προσεύχομαι πρῶτα στὴν Παρθένο Μαρία, στὴ συνέχεια στὸν Ἅγιο Γεώργιο, γιατὶ σ’ αυτὸν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ ἐκκλησία μας στὰ Μιχαλέικα.
Ὁ παπποῦς μας βρῆκε γκρεμισμένη τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὅταν ἤρθαμε, καὶ τὴν ἀνακατασκεύασε.
Ὅταν ἦρθαν στὰ Μιχαλέικα οἱ Γερμανοί, ὅλοι τρέξαμε νὰ κρυφτοῦμε. Στὸν πόλεμο ὅλα τὰ σπίτια καταστράφηκαν – μόνο ἡ ἐκκλησία παρέμεινε. Ὅταν ἐπιστρέψαμε, ὅλοι κοιμόμασταν στὴν ἐκκλησία. Μόνο ἡ στέγη της εἶχε καταστραφεῖ. Μία εἰκόνα τῆς Παναγίας ἦταν τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν κάηκε ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς….
Κάθε φορὰ ποὺ οἱ Γερμανοὶ βομβάρδιζαν τὴν Πάτρα, ἡ θεία Ἑλένη πήγαινε στὰ Μιχαλέικα. Στὴ συνέχεια, ὅμως, δημοσιεύονταν ἐκκλήσεις στὴν ἐφημερίδα γιὰ ὅλους τοὺς ἐργαζόμενους στὶς τράπεζες καὶ τοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ἐργασίες τους, ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσει ἡ χώρα. Ἡ θεία Ἑλένη ἐργαζόταν στὴν τράπεζα ἐκεῖνο τὸν καιρὸ -τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρνε ἦταν, σχεδόν, ἄνευ ἀξίας. Μπορεῖ νὰ πληρωνόταν κανεὶς μὲ ἕνα ὁλόκληρο τσουβάλι χρήματα, ἀλλὰ θὰ ἦταν σὲ καλύτερη θέση ἄν ἔπαιρνε ἕνα σακὶ σιτάρι. Ὁ ἀδελφός της, Γιῶργος Μιχαλόπουλος, δούλευε στὴ VESO, ἕνα ἐργοστάσιο ποὺ κατασκεύαζε κάλτσες. Ἦταν λογιστὴς καί, μερικὲς φορές, μποροῦσε ν’ ἀγοράζει κάλτσες φθηνά. Τότε πήγαινε στὰ γύρω ὀρεινὰ χωριὰ γιὰ νὰ τὶς πουλήσει. Ὅποτε εἶχε κάποια λίγα χρήματα, τὰ ἔδινε στὴν ἀδελφή του, Βασιλική. Αὐτὴ κομπόδενε ὅλα τὰ χρήματα στὸ μαντῆλι της- διαχειριζόταν ὅλα τὰ χρήματα καὶ τὰ ἔδινε ὅταν ἤθελαν νὰ ἀγοράσουν κάτι. Στὰ μαγαζιά, ὁ ταμίας ποὺ περίμενε νὰ πληρωθεῖ, ἀνυπομονοῦσε κι ἔλεγε: “ἄντε, λῦσε ἐπὶ τέλους ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόμπους!»………
Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, οἱ Γερμανοὶ κατέλαβαν τὴν Πάτρα. Ὑπῆρξε ἀπαγόρευση τῆς κυκλοφορίας κάθε βράδυ – ἄν ἔβγαινες μετὰ ἀπό μία συγκεκριμένη ὥρα, ἦταν πιθανὸ νὰ σὲ πυροβολήσουν. Οἱ Γερμανοὶ ἐπέλεγαν ὁποιοδήποτε σπίτι ἤθελαν καὶ ζοῦσαν ἐκεῖ. Οἱ Γερμανοὶ δὲν ἦταν καλοί, ἦταν σὰν ρομπὸτ μὲ δεμένα μάτια. Γιὰ παράδειγμα, στὴν Χαλανδρίτσα, σκότωσαν ὅλους τοὺς ἄνδρες πάνω ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν δέκα ὀκτὼ ἐτῶν. Γιὰ κάθε ἕνα Γερμανὸ ποὺ σκότωναν οἱ Ἕλληνες, αὐτοὶ ἐκτελοῦσαν εἴκοσι Ἕλληνες. Θεωρήσαμε τοὺς Γερμανοὺς σὰν τὴν τέλεια μηχανή. Σκότωσαν τοὺς Ἑβραίους – πολλοὺς στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ μόνο μέρος ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τοὺς Ἑβραίους ἦταν ἡ Ζάκυνθος, ἐπειδὴ ὁ Μητροπολίτης εἶπε στοὺς Γερμανούς: “ Θὰ πάρετε (πρὸς ἐκτέλεσιν) κι ἐμένα, ἐὰν πάρετε αὐτοὺς (τοὺς Ἑβραίους)”. Ἡ οἰκογένειά μας ἔκρυψε Ἑβραίους –πρᾶγμα πολὺ ἐπικίνδυνο στὰ Μιχαλέικα. Ὑπῆρχαν λίγοι Ἑβραίοι ποὺ ἐργάζονταν στὰ Μιχαλέικα. Ἦταν πολὺ πλούσιοι στὴν Πάτρα, ἀλλά στὸ χωριὸ θὰ μποροῦσαν νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ὁ θεῖος Ἠλίας καὶ ἡ Κατερίνα ἔκρυψαν Ἑβραίους………..
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ἡ θεία Ἑλένη εἶναι κόρη τοῦ παπποῦ, Βασιλείου Μιχαλοπούλου. Ὁ Βασίλειος Μιχαλόπουλος εἶναι γιὸς τοῦ ἐκ τῶν πρώτων οἰκιστῶν τῆς περιοχῆς, Βασιλείου ἐπίσης, Μιχαλοπούλου, τοῦ πρεσβυτέρου. Ὁ προπάπος ἐκεῖνος, Βασίλειος, παντρεύτηκε δύο φορές.
Μὲ τὴν πρώτη του γυναῖκα, εἶχαν πέντε παιδιά, τὴν Αἰκατερίνη, τὸν Μιχαήλ, τὸν Σωτήριο, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς πρώτης συζύγου του, παντρεύτηκε τὴν δεύτερη γυναῖκα του, Βασιλική, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὸν Γεώργιο, τὸν Νικόλαο καὶ τὸν παπποῦ μας, Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος Μιχαλόπουλος, ὁ νεώτερος, παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, τὸ γένος Ἀντωνοπούλου, καὶ ἀπέκτησαν πέντε παιδιά: τὸν Γιῶργο, τὸν Πᾶνο, τὴ Βασιλική, τὴν Ἑλένη καὶ τὴν Ἀφροδίτη
Ὁ ἀδελφός του, Νικόλαος, δὲν παντρεύτηκε ποτέ. Πῆγε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἔστειλε χρήματα στὴν οικογένειά του στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Γεώργιος παντρεύτηκε τὴν Ἐλισάβετ καὶ πῆγε στὴν Ἀμερική, ἀλλὰ τὴ μισοῦσε τόσο πολύ, ποὺ ἐπέστρεψε σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο. Πέθανε λίγο ἀργότερα, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποκτήσει παιδιά. Ἡ Ἐλισάβετ ἔζησε στὰ Μιχαλέικα μὲ τὴν οἰκογένεια τῆς Ἑλένης κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου καὶ μετὰ τὸν πόλεμο στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Βύρωνος, στὴν Πάτρα».