In Memoriam
Σὲ ἐπινεμήσεις καὶ ἰνδικτιῶνες ἀλλοτινές, ἐπιφωσκούσης τῆς πατραϊκῆς Belle Epoque, ὁ κοσμοπολίτης Βαυαρὸς Gustav Clauss καὶ ἡ Ἑλληνίς «Ἀχαΐα» ἀλληλοπεριχωρήθηκαν μὲ πάθος. ἐν παντί!
Πενήντα χρόνια μετά, σὰν σήμερα, καὶ ἐνῶ τὸ εἰδύλλιο «Ἀχαΐα – Clauss» οἰνο – ποίησε θρυλικὰ κρασιά, ἡ Belle Epoque ἔτεινε πρὸς ἀτελευτήτους δυσμάς… Τότε ἡ Ἀχαΐα, ἄνοιξε τὰ χθόνια σωθικά της καὶ σκέπασε τὸν δαμαστὴ κι ἐραστή της μὲ πάθος. διὰ παντός!
Ὕπερθεν τοῦ σημείου αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ ἐναγκαλισμοῦ, τὸ ὁποῖο βρίσκεται παρὰ τῷ ναϊδίῳ τοῦ ἁγίου Θωμᾶ, ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς Οἰνοποιίας «Ἀχάια Clauss», φιλοτεχνήθηκε μνῆμα μαρμαρικὸ μὲ τὶς ἐνδείξεις:
HIER RUHT
DER SCHOEPFER DIESER COLONIE
GUSTAV CLAUSS
GEB. 12 AUGUST 1825
GEST. 24 SEPTEMBER 1908
Ἐδῶ ἀναπαύεται
ὁ ἱδρυτὴς αὐτῆς τῆς ἀποικίας
Gustav Clauss
γεν. 12 Αὐγούστου 1825 πεθ. 24 Σεπτεμβρίου 1908.
Καί, στὴ συνέχεια, τὸ ἔμμετρο:
OH LIEB SO LANG DU LIEBEN KANNST
OH LIEB SO LANG DU LIEBEN MAGST
ES KOMMT DIE ZEIT ES KOMMT DIE ZEIT
WO DU AN GRAEBERN STEHST UND KLAGST
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπᾶς μπορεῖς!
ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπήσεις θές!
Ἡ ὥρα ἔρχεται, φτάνει ὅπου νά ’ναι ἡ ὥρα
ποὺ θὰ σταθεῖς σιμὰ σὲ τάφους νὰ θρηνεῖς!
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, ἐνομίσθη ταφικὸ τὸ τετράστιχο αὐτὸ ἐπίγραμμα καὶ ὡς τέτοιο ἐτιμήθη, μετεφράσθη, καὶ κατεχωρίσθη σὲ αὐτοσχέδια κατάστιχα συγκινηθέντων ἐπισκεπτῶν.
Ἐπισκεπτῶν, ἐξέχων τῶν ὁποίων μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὁ 93χρονος τότε, τῷ 2007, Λαλάκης Ἀντωνόπουλος, τελευταῖος γιὸς τοῦ πρώτου Ἕλληνα Προέδρου τῆς «Ἀχάια» Βλάση Ἀντωνόπουλου, ὁ ὁποῖος ἦρθε στὴν παρώα του Οἰνοποιία μετὰ πάροδον ἐτῶν. «Θὰ ἤθελα πρῶτα νὰ ἀνάψω ἕνα κερὶ στὸν τάφο τῶν γονέων μου» μᾶς εἶχε πεῖ τηλεφωνικῶς,
«θὰ ἤθελα πρῶτα νὰ ἀνάψω ἕνα κερὶ στὸν τάφο τῶν γονέων μου» μᾶς ἐπανέλαβε ἀφικνούμενος στὸ οἰνόκαστρο, πρὶν ἐξέλθει τοῦ αὐτοκινήτου. Καὶ ἀμέσως κατευθυνθήκαμε στὸ κοιμητήριο τοῦ ἁγίου Θωμᾶ.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπέτισε τὸν δέοντα φόρο τιμῆς πρὸς τοὺς γονεῖς του, αὐθόρμητα κινήθηκε καὶ πρὸς τὸ παρακείμενο μνῆμα, αὐτὸ τοῦ Gustav Clauss. Ἔσκυψε, ἄφησε τὸ κερί του –πού, σημειωτέον, εἶχε φέρει μαζί του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα- καὶ διάβασε, καὶ μετέφρασε τὸ ἐπίγραμμα μὲ ἰδιαίτερη σπουδή, εἰς ἐπήκοον τῶν δύο ἐν ὅλῳ παρισταμένων.
OH LIEB SO LANG DU LIEBEN KANNST
OH LIEB SO LANG DU LIEBEN MAGST
ES KOMMT DIE ZEIT ES KOMMT DIE ZEIT
WO DU AN GRAEBERN STEHST UND KLAGST
Ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ὁ Λαλάκης Ἀντωνόπουλος ἦρθε στὴν «ΑΧΑΪΑ CLAUSS». Ἦταν καὶ ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὸ ἐπίγραμμα ἀνεγνώσθη ὡς ἐπίγραμμα. Ὕστερα ἦρθε ὁ Παναγιώτης Γκέκας. Ἕνας νέος, μεταπτυχιακὸς φοιτητής, τότε, τοῦ Παπικοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βατικανοῦ στὸν τομέα τῆς Θεολογίας, ἐπιστήμονας νέου τεχνολογικοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος, ἀντέγραψε τὸ τετράστιχο καὶ εἶπε:
«Ξέρετε… σκέφτομαι κάτι… Χρειάζομαι ἕνα ὑπολογιστὴ καὶ πρόσβαση στὸ internet…»
Κατευθυνθήκαμε στὰ γραφεῖα τῆς ἑταιρείας καὶ τοῦ προσφέραμε ὑπολιγιστὴ καὶ internet… Χρειάστηκαν λίγα μόλις λεπτά, γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὅσα ἀγνοούσαμε ἐπὶ 100 χρόνια. Μᾶς τὰ ἀποκάλυψε κι ἐμεῖς τὰ κρατήσαμε μυστικὰ μέχρι τὴν 27η Σεπτεμβρίου 2011 πού, γιορτάζοντας τὴν συμπλήρωση τῶν 150 χρόνων τῆς «ΑΧΑΪΑ CLAUSS» μὲ τὴν παρουσίαση τοῦ λευκώματος «Η ΟΙΝΟΠΟΙΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ “ΑΧΑΪΑ” ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ ΒΑΡΕΛΙΑ ΤΗΣ» τῆς λαογράφου- ἐρευνήτριας κ. Ροδούλας Σταθάκη – Κούμαρη, στὸ βιβλιοπωλεῖο ΙΑΝΟΣ, στὴν Ἀθήνα, τὰ δώσαμε στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος:
Δὲν πρόκειται, λοιπόν, ἁπλῶς γιὰ ταφικὸ ἐπίγραμμα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπωδὸ ἑνὸς ποιήματος τοῦ Γερμανοῦ ἀνατρεπτικοῦ ποιητῆ Ferdinand Freiligrath, ποὺ μελοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Franz Liszt. Πρόκειται μάλιστα γιὰ ποίημα ποὺ κάποτε ἀπέδωσε μὲ τρόπο συγκινητικὸ ἡ Marlene Dietrich…..
https://www.youtube.com/watch?v=fqJiNaXoq1Q
O lieb, so lang du lieben kannst!
O lieb, so lang du lieben kannst!
O lieb, so lang du lieben magst!
Die Stunde kommt, die Stunde kommt,
Wo du an Gräbern stehst und klagst!
Und sorge, daß dein Herze glüht
Und Liebe hegt und Liebe trägt,
So lang ihm noch ein ander Herz
In Liebe warm entgegenschlägt!
Und wer dir seine Brust erschließt,
O tu ihm, was du kannst, zulieb!
Und mach ihm jede Stunde froh,
Und mach ihm keine Stunde trüb!
Und hüte deine Zunge wohl,
Bald ist ein böses Wort gesagt!
O Gott, es war nicht bös gemeint –
Der Andre aber geht und klagt.
O lieb, so lang du lieben kannst!
O lieb, so lang du lieben magst!
Die Stunde kommt, die Stunde kommt,
Wo du an Gräbern stehst und klagst!
Dann kniest du nieder an der Gruft,
Und birgst die Augen, trüb und naß
– sie sehn den Andern nimmermehr –
In’s lange, feuchte Kirchhofsgras.
Und sprichst: O schau auf mich herab
Der hier an deinem Grabe weint!
Vergib, daß ich gekränkt dich hab!
O Gott, es war nicht bös gemeint!
Er aber sieht und hört dich nicht,
Kommt nicht, daß du ihn froh umfängst;
Der Mund, der oft dich küßte, spricht
Nie wieder: ich vergab dir längst!
Er that’s, vergab dir lange schon,
Doch manche heiße Träne fiel
Um dich und um dein herbes Wort –
Doch still – er ruht, er ist am Ziel!
O lieb, so lang du lieben kannst!
O lieb, so lang du lieben magst!
Die Stunde kommt, die Stunde kommt,
wo du an Gräbern stehst und klagst!
Τὸ ποίημα, μεταφρασθὲν εἰδικὰ γιὰ τὴ βραδιὰ ἐκείνη, τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 2011 ἀπὸ τὸν Φιλόλογο Γιῶργο Δ. Διαμάντη, ἀπεδόθη απὸ τὸν ἠθοποιὸ Δημήτρη Γεωργαλᾶ. Καὶ τὸ τραγούδι ἑρμήνευσε, στὴ γερμανικὴ γλῶσσα, ἡ σοπράνο Δάφνη Πανουργιᾶ, συνοδευόμενη στὸ πιάνο ἀπὸ τὸν Τάσο Σπηλιωτόπουλο.
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπᾶς μπορεῖς!
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπᾶς μπορεῖς!
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπήσεις θές!
Ἡ ὥρα ἔρχεται, φτάνει ὅπου νά ’ναι ἡ ὥρα
ποὺ θὰ σταθεῖς σιμὰ σὲ τάφους νὰ θρηνεῖς!
Καὶ φρόντιζε τὴ θράκα τῆς καρδιᾶς σου,
συδαύλιζε καὶ θέριευε τὶς φλόγες τῆς ἀγάπης,
γιὰ ὅσον καιρὸ σοῦ ἀνταπαντᾶ θερμὰ
τοῦ ἄλλου ἡ καρδιὰ μὲ τὴ δική του ἀγάπη!
Καὶ ὅποιου σ’ ἀνοίγει τὴν καρδιά του,
τὰ πάντα ὅσα μπορεῖς νὰ τοῦ δωρίσεις!
Στιγμὴ νὴ μὴ διαβεῖ χαρὰ νὰ μὴ χαρίσεις,
στιγμὴ νὰ μὴ γευτεῖ γιὰ χάρη σου τὶς θλίψεις!
Καὶ φύλαγε τὴ γλώσσα σου μὲ προσοχὴ πολλή:
Τὸ λόγο τὸν κακὸ πολὺ δὲ θέλει νὰ τὸν πεῖ!
«Θεέ μου, δὲν τό ’θελα, ὁ λόγος μου δὲν ἔκρυβε κακία!»
– μὰ κεῖνος φεύγει μακριὰ μὲ ξεσκισμένη τὴν καρδιά.
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπᾶς μπορεῖς!
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπήσεις θές!
Ἡ ὥρα ἔρχεται, φτάνει ὅπου νά ’ναι ἡ ὥρα
ποὺ θὰ σταθεῖς σιμὰ σὲ τάφους νὰ θρηνεῖς!
Καὶ τότε, πέφτοντας ἀπά στὸ μνῆμα,
τὰ μάτια σου θὰ κρύψεις, τὰ ὑγρὰ καὶ πονεμένα
–τὸν φίλο ποὺ ἄλλο πιὰ δὲν τὸν θωρᾶνε–,
μὲς στὸ ὑγρὸ καὶ θαλερὸ τῶν τάφων τὸ χορτάρι.
Θὰ πεῖς: «Ρίξ’ ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ἐπάνω μου ἕνα βλέμμα,
ἐδῶ σιμὰ στὸν τάφο σου ποὺ πρόσπεσα καὶ κλαίω!
Συγχώρα μου τοὺς πόνους ποὺ πῆρες ἀπὰ μένα!
Θεέ μου, δὲν τό ’θελα, ὁ λόγος μου δὲν ἔκρυβε κακία!»
Μὰ κεῖνος οὔτ’ ἀκούει, οὔτε βλέπει, οὔτε θὰ ’ρθει
στὴν ἀνοιχτή, χαρούμενή σου ἀγκαλιὰ νὰ τὸν ε σφίξεις
οὔτε τὸ στόμα του, δῶρο συχνὸ ποὺ σοῦ ’χε δώσει τὸ φιλί,
θ’ ἀποκριθεῖ: «Μ’ ἀπὸ καιρὸ πολὺ σὲ ἔχω συγχωρήσει!»
Καὶ τὸ ’κανε: Δῶ καὶ καιρὸ σὲ ἔχει συγχωρήσει,
κι ἄς εἶχε χύσει δάκρυα πολλά, καυτὰ
γιὰ σένα καὶ τὰ λόγια ποὺ ’πες τὰ στυφά…
Μὰ σῶπα πιά! Κοιμᾶται, ἔχει στὸ τέλος φτάσει!
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπᾶς μπορεῖς!
Ἀγάπα, ὅσο ἀκόμη ν’ ἀγαπήσεις θές!
Ἡ ὥρα ἔρχεται, φτάνει ὅπου νά ’ναι ἡ ὥρα
ποὺ θὰ σταθεῖς σιμὰ σὲ τάφους νὰ θρηνεῖς!
Καὶ ἔτσι, τὰ νέα δεδομένα κατεχωρίσθησαν στὶς δέλτους τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Οἰνοποιΐας τοῦ κ. Clauss καὶ δημιούργησαν νέες ὑπόνοιες γιὰ τὴ διαδρομὴ μιᾶς ἐνδεχόμενης πνευματικῆς σχέσης μεταξὺ τοῦ Βαυαροῦ οἰνοποιοῦ καὶ τοῦ Franz Liszt πού, φαίνεται, δὲν ἔγραφε τυχαία ἐκ Βαϊμάρης, τῇ 6ῃ Αὐγούστου 1882,
«Παρακαλῶ διὰ μίαν ταχεῖαν ἀποστολὴν 24 φιαλῶν Ἀχαιοῦ ‘ἑλληνικοῦ Σέρρυ’ (τοῦ ἰδίου ὅπου τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα μετ’ ἐνθουσιασμοῦ ἐδοκίμασα παρὰ τῷ Ριχάρδῳ Βάγκνερ ἐν Μπάυρόιτ), καὶ 12 φιαλῶν Μαυροδάφνης ξηροῦ ἐρυθροῦ οἴνου τῶν Πατρῶν, ἐνθυμίζοντος τὸν οἶνον Πόρτο».
Ἀλλὰ ὅλα αὐτά, ὅπως καὶ ἄλλα ἀνακύψαντα, θὰ ἐξετασθοῦν ἐν καιρῷ…