Μπαρμπα-Γιάννης Μάλλιος: : 2. Στο εμφιαλωτήριο
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Μετὰ πῆγα στὸ Ἀμαλιεῖον –τὸ Ἀμαλιεῖον τὸ ξέρεις, ἤτανε καὶ τὸ πρῶτο Ἐμφιαλωτήριο τῆς ἑταιρείας. Ἔκεῖ ἐμφιαλώναμε μὲ τὸ χέρι… Ἐγεμίζαμε τὶς μπουκάλες μὲ τὸ χέρι, ἔβαζες-ἔβγαζες- ἔδινες… Εἴχαμε «κρεβάτια» τῶν 72 φιαλῶν.
Αὐτὰ τὰ «κρεβάτια», ἄς ὑποθέσουμε, εἴχανε τρύπες κι ἔβαζες τὴ μπουκάλα. Καὶ μετὰ σηκώναμε ὅλο αὐτὸ τὸ βάρος καὶ τὸ πηγαίναμε στὸν ἔλεγχο. Κι ἔμπαινε ἡ κάψουλα, ἡ ἐτικέτα κ.λπ. ὅλα μὲ τὸ χέρι, αὐτά.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἐσεῖς εἴχατε μετρήσει πόσες φιάλες, περίπου, μπορούσατε νὰ ἐμφιαλώσετε τὴν ἡμέρα;
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Ναί. Μπορούσαμε, ὄχι πάρα πολλὲς βέβαια, ἀλλὰ ἤτανε, περίπου… φτάναμε στὶς 1000 φιάλες τὴν ὥρα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Χίλιες φιάλες τὴν ὥρα! Μά, πόσοι δουλεύατε;
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Ἦταν ἀρκετοί. Γιατὶ… τὶς ἐτικέτες εἴχαμε εἰδικὲς τάβλες καὶ βάζαμε τὴν κόλλα πάνω. Ἔπαιρνες τὴν ἐτικέτα… εἶχε τὸ σημάδι… Μετά, ὅμως, μερικοὶ δὲν τὸ βάζανε καὶ καθόλου τὸ σημάδι, ξέρανε μὲ τὸ μάτι, ἀπ’ τὴν πεῖρα. Ὅπως ἐγώ, ἄς ὑποθέσουμε, ποὺ γέμιζα τὶς μπουκάλες. Ἐγὼ δὲν κοίταζα ποῦ ἔβαζα τὴ μπουκάλα, κουβέντιαζα κι ἔκανα αὐτό: τάκ, τάκ… τὴν πέταγα τὴ μπουκάλα ἔτσι, τάκ, δὲν ἔβλεπα μπροστά μου γιατί, ἀπὸ τόσες χιλιάδες μπουκάλες ποὺ περνάγανε στὰ χέρια μου, εἶχα τέτοια πεῖρα ποὺ κουβέντιαζα μὲ τὸν ἕναν καὶ μὲ τὸν ἄλλο, πίσω, κι ἔκανα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα: τάκ, τάκ, τάκ.
……………………
Θυμᾶμαι, μιὰ περίπτωση… εἶχα πάει φαντάρος κι ὅταν ἐγύρισα, μπῆκα μέσα στὸ Ἀμαλιεῖον βέβαια, νὰ δῶ τοὺς συναδέλφους τοὺς παλιούς, καὶ… ἤτανε μιὰ κοπέλα – ἡ ὁποία αὐτὴ ἐρχότανε ἀπ’ τὴν περιοχὴ ποὺ ἦταν τὸ ἐργοστάσιο τοῦ Κρητικοῦ, μὲ τὰ πόδια. Πολλοὶ ἔρχονταν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ μακριὰ καὶ μὲ τὰ πόδια φεύγανε-…… μπῆκα, τὸ λοιπόν, μέσα, χαιρετηθήκαμε μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖ… τῆς λέω
-«κοπέλα μου, πῶς σὲ λένε»;
-«Γιωργία», λέει, «μὲ λένε». Καὶ μοῦ λέει: «Θέλεις τίποτα»;
-«Θὰ μοῦ κάνεις», τῆς λέω, «μία χάρη»; Μοῦ λέει
-«Τί χάρη νὰ σοῦ κάνω»;
– «Νὰ πάρεις τὸ καφεδάκι σου, λέω, καὶ νὰ καθήσεις ἐκεῖ. Καὶ νὰ μ’ ἀφήσεις νὰ δουλέψω ἐγώ. Κι ἐσὺ νὰ μὲ κοιτάζεις, γιατὶ στενοχωριέμαι ποὺ σὲ βλέπω καὶ δὲν δουλεύω»… Μοῦ λέει
-«Αὐτὸ χάρη τὸ θεωρεῖς»; Ἐγώ,
– «Βεβαίως, χάρη θὰ μοῦ κάνεις», τῆς λέω.
-«Νά ‘ρχεσαι κάθε μέρα», μοῦ λέει…
ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιὰ νὰ μπεῖ, λοιπόν, τὸ κρασὶ καὶ νὰ βγεῖ ἐμφιαλωμένο, πόσα ἄτομα δουλεύατε στὴν ὑπόθεση αὐτή; Πεῖτε μου, ἕνας-ἕνας.
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Ἕνας ἐγέμιζε -ἕνας τάπωνε. Ἕνας ἤτανε στὸν ἔλεγχο. (Ἕνας ἤ δύο, ἀναλόγως). Μετὰ ἤτανε ἡ ἐτικέτα: ἕνας ἀπὸ ‘δῶ, ἕνας ἀπὸ ‘κεῖ. Δύο βάζανε, γιὰ νὰ προλαβαίνουνε. Μετά, ἄν βάζαμε ἐπιστήθιο, ἦταν ἄλλοι δύο. Ἔεεε… ἦταν στὸ σκούπισμα τῆς φιάλης δύο, καὶ μετὰ τὸ τύλιγμα μὲ χαρτί, ὄχι ἁπλὸ χαρτί, μὲ φίρμα: «ΑΧΑΪΑ CLAUSS»!
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πόσες ὥρες ἐργαζόσατε;
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Ὀκτώ. 6×8=48, γιατὶ δουλεύαμε καὶ Σάββατο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Μὲ διάλειμμα, ἔτσι;
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Διάλειμμα ἕνα τέταρτο ἤτανε, γιὰ τὸ κολατσιό. Τότε, ὅμως, τὸ δουλεύαμε. Δηλαδή, ἄν ἦταν νὰ σχολάσουμε δύο ἡ ὥρα, σχολάγαμε δύο καὶ τέταρτο… Ἐγὼ πρόλαβα καὶ τὴ διακεκομμένη ἐργασία: ἕξι ὥρες τὸ πρωὶ καὶ δύο τὸ ἀπόγευμα. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ bar, ἔχει μία καμπάνα πάνω… ἐκεῖ, λοιπόν, ὅταν σχολάγαμε, χτυπάγαμε τὴν καμπάνα γιὰ νὰ βγοῦνε οἱ ἐργάτες νὰ φᾶνε ἤ, ξέρω ‘γω, νὰ ξεκουραστοῦνε καὶ νὰ συνεχίσουνε δουλειά.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τὸ φαγητὸ …
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: τὸ ‘φερνε ὁ καθ’ ἕνας μόνος του. Καὶ μετὰ παίζαμε καὶ μπάλα ἀπ’ ἔξω – γιατὶ δὲν εἴχαμε καὶ τι ἄλλο νὰ κάνουμε, παίζαμε, αὐτὴ τὴν ξεκούραση κάναμε- καὶ μετὰ ἀπὸ καμιὰ ὥρα ἤ, τὸ καλοκαίρι, δύο, ξαναχτύπαγε ἡ καμπάνα καὶ μαζευόμαστε μέσα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ἔτσι δουλεύανε, μὲ αὐτὸ τὸ διακεκομμένο ὡράριο, καὶ οἱ πιὸ παλιοί;
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Οἱ πιὸ παλιοὶ μὴν τὸ συζητᾶς. Πρὸ τοῦ 1936 δουλεύανε ὅλη τὴν ἡμέρα, ἀπ’ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδι. Ὅπως ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας μου… Ἡ κούραση, καλά, ἦταν ὑπερβολική. Ἰδιαίτερα στὸ τρύγο καὶ σὲ τέτοια…
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τὴν ἀγαπούσατε ὅμως τὴν ἑταιρεία, παρὰ τὴν ταλαιπωρία σας…
Γ. ΜΑΛΛΙΟΣ: Ὄχι μόνο τὴν ἑταιρεία, ἀλλὰ καὶ τὴ δουλειά μας τὴν ἀγαπούσαμε. Καὶ θὰ σοῦ πῶ πῶς τὴν ἀγαπούσαμε; Ἐγώ, ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα, στὴν Ἐμφιάλωση, ἤτανε πολὺ κουραστικὴ δουλειά. Δηλαδή, μπορούσαμε νὰ σηκώνουμε ἕνα «κρεβάτι» μὲ μπουκάλια οἱ δυό μας, ἑκατὸ ὀκάδες, ἤ ἀκόμα κι ἕνα «κρεβάτι» μ’ ἑκατὸν πενήντα ὀκάδες. Τὸ λοιπόν, ἡ ἐμφιάλωση ἤτανε σκληρή δουλειά, καὶ πολλὲς φορὲς μοῦ λέγανε νὰ πάω σὲ κάποια ἄλλη δουλίτσα, γιὰ λίγο, νὰ ξεκουραστῶ. Δὲν ἔφευγα. Μ’ ἄρεσε ἐκεῖ. Ἐὰν πήγαινα ἐκεῖ, παρ’ ὅλο ποὺ ξεκουραζόμουνα, ἀρρώσταινα………………..