Ο Ρωμαιοκαθολικός Ναΐσκος της Achaia Clauss (Μέρος 3ο)
Στὸν καταιγισμὸ τῶν προβληματισμῶν καὶ τῶν ἐρωτημάτων ποὺ γεννῶνται μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ μικρὴ ἀνακάλυψη, ἔρχονται νὰ προστεθοῦν διάφορες λεπτομέρειες ποὺ πρέπει νὰ ληφθοῦν σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν. Ἰδοὺ μερικές:
Α) Ἡ ὕπαρξη μιᾶς περίτεχνης, ξυλόγλυπτης πινακίδας μὲ τὴν γερμανόγλωσση ἐπιγραφὴ «St. Georg», ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ ὑλικὸ τοῦ Καθολικοῦ Παρεκκλησίου τῆς Gutland, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἤξερε ποιὰ ἦταν ἡ θέση της. Καὶ ἐπειδὴ πάνω ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ θύρα τοῦ ναΐσκου ὑπῆρχε μία ἴδιων διαστάσεων, ἀλλὰ πολὺ κατώτερης ποιότητος, ἐπιγραφὴ μὲ τὴν ἔνδειξη «St. Anna», ποὺ δήλωνε τὸ ὄνομα τῆς ἐκκλησίας, θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως ἡ περίτεχνη πινακίδα μὲ τὶς λέξεις «St. Georg» νὰ εἶχε θέση ὕπερθεν τῆς ἐξώθυρας τοῦ ἴδιου ἤ κάποιου ἄλλου ναΐσκου, γιὰ νὰ δηλώνει ὅτι εἶναι ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Γεώργιο.
Β) Ἡ ὑπερμεγέθης, ἐπιβλητικὴ θὰ ἔλεγε κανείς, εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ βρίσκεται σὲ εἰδική, μαρμάρινη βάση, ἐντὸς τοῦ ναΐσκου, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀναφέρει ὁ Σπῦρος Μάλλιας ὡς κτῆμα τῶν προγόνων του τὸ ὁποῖο «μετὰ τὸ χτίσιμο τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἡ οἰκογένεια Μάλλια μετέφερε … ἐκεῖ», γιατί, εὐτυχῶς, στὸ κάτω μέρος αὐτῆς τῆς εἰκόνας ὑπάρχει μιὰ ἐπιγραφὴ ἄκρως κατατοπιστική, ποὺ ἔρχεται μάλιστα νὰ ἐνισχύσει τὴν πληροφορία ὅτι «ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καθιερώθηκε στὶς 11/23 Ἀπριλίου 1899». Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ γράφει κατὰ λέξη:
Gewidmet von Josef Riedl,sen.
Mit Frau
In Mühldorf a Inn 1899. Bayern
Ἀφιερωμένη ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ Ρίντλ, τὸν πρεσβύτερο
μετὰ τῆς συζύγου
στήν, παρὰ τὸν ποταμὸ Inn, πόλη Mühldorf. 1899. Βαυαρία.
Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ὁ Josef Riedl ἦταν ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Gustav Clauss, ὑψηλόβαθμο στέλεχος τῆς Οἰνοποιΐας – διάδοχος τοῦ Clauss στὴ διεύθυνση τῆς ἐπιχείρησης, μαζὶ μὲ τὸν Ludwig Gunter, ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱδρυτῆ – καί, ὅπως σαφῶς φαίνεται στὴν καταγραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Gutland, τοῦ 1899, ποὺ ὑπάρχει στὸ βιβλίο HAUPTBUCH GUTLAND I (Καθολικὸν) τῶν ἐτῶν 1893-1915, μόνιμος κάτοικος τῆς Gutland, Καθολικός.
Ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη μάλιστα καταγραφή, μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ἀφ’ ἑνὸς τὴν ἐξέχουσα θέση τοῦ Josef Riedl στὴν ἄτυπη ἱεραρχία τῆς «Ἀχάια», ἀφοῦ τὸ ὄνομά του δεσπόζει πρῶτο–πρῶτο στὴ στήλη μὲ τοὺς Καθολικοὺς κατοίκους τοῦ χώρου (ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Gustav Clauss στὴν ἀντίστοιχη στήλη τῶν Προτεσταντῶν), καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν ἰδιαίτερη σχέση του μὲ τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ἀφοῦ ἀμέσως μετὰ τὸν Josef Riedl, ἀναφέρεται ὁ γιός του Georg, Josef Riedl. Ὅμως, ἄν κρίνουμε ἀπὸ τὴν συντετμημένη λέξη «sen.», ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπιγραφὴ τῆς εἰκόνας, σὰν ἐπεξήγηση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀφιερωτῆ, ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸν Josef Riedl τὸν πρεσβύτερο, δηλαδὴ τὸν πατέρα τοῦ διαμένοντος καὶ κατέχοντος ἐξέχουσα θέση στὴν Οἰνοποιία Josef Riedl, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα μὲ τὸν πατέρα του. Ἦταν, Josef Riedl τοῦ Josef, ὅπως διαπίστωσε καὶ στὰ ληξιαρχικὰ βιβλία τῆς Καθολικῆς Ἐνορίας τῆς Πάτρας ὁ πολύτιμος συνοδοιπόρος, πλέον, σ’ αὐτὴ τὴν ἐρευνητική μας πορεία, κ. Ἀντώνης Γρίμας – ἐξαιρετικὸς χειριστὴς τοῦ σχετικοῦ ἀρχείου -.
Ὑπὸ αὐτὰ τὰ νέα δεδομένα, λοιπόν, καὶ πέρα ἀπὸ τὶς ὅποιες εὔλογες ὑποθέσεις ἤ ἀμφιβολίες, ἡ διατύπωση τῶν σχετικῶν μὲ τὸ Καθολικὸ Παρεκκλήσιο τῆς Gutland, συμπερασμάτων, τροποποιεῖται –προσωρινὰ ἀκόμα – ὡς ἑξῆς:
-
Οἱ οἰκογένειες τῶν Καθολικῶν ποὺ κατοικοῦσαν μέσα στὸ Οἰνόκαστρο τῆς «ΑΧΑΪΑ», ἀρχικὰ ἐκκλησιάζονταν στὸ σπίτι τοῦ μαλτέζικης καταγωγῆς Σπύρου Μάλλια, ὁ ὁποῖος εἶχε διαμορφώσει ἕνα δωμάτιο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό, ἤ σὲ κάποιον Καθολικὸ ναό, ποὺ ἐγκαινιάστηκε τὴν 23η Ἀπριλίου τοῦ 1899 –ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου– καὶ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Γεώργιο.
-
Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἄννης, χτίστηκε στὰ 1927.
-
Κτίτοράς του εἶναι ὁ Βλάσης Ἀντωνόπουλος, ποὺ θέλησε νὰ προσφέρει στὴ σύζυγό του, πρωτίστως, καὶ ἐν συνεχείᾳ στὶς οἰκογένειες τῶν Καθολικῶν κατοίκων τῆς Gutland, τὴ δυνατότητα νὰ προσεύχονται, ἤ, κατὰ τὴν ἐκδοχὴ Μάλλια, κτίτωρ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Costanza Ἀντωνοπούλου, πράγμα ταυτόσημο γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπου τὰ συζυγικὰ ζεύγη εἶχαν, συνήθως, οἰκονομικὴ κοινοκτημοσύνη. Τὸ πράγμα, βέβαια, περιπλέκεται ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν καὶ τὴν ἀναφορὰ στὸν «ναΐσκο τῆς Ἁγίας Ἄννης… τὸν ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τῆς γιαγιᾶς τῶν σημερινῶν ἰδιοκτητῶν τῆς ἑταιρείας μας», ὅπως δημοσιεύτηκε ἐπὶ λέξει στὸ «Μηνιαῖον Πληροφοριακὸν Δελτίον τοῦ Γραφείου Δημοσίων Σχέσεων» τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS, στὸ τεῦχος τοῦ Ἀπριλίου 1968, τοῦ ὁποίου ὑπεύθυνος ἦταν ὁ γιὸς τοῦ Βλάση καὶ τῆς Costanza, ἀείμνηστος Ἀλέκος Ἀντωνόπουλος. Πολὺ συνοπτικὰ σημειώνουμε ὅτι, ἄν ὁ ναΐσκος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ μνήμη τῆς γιαγιᾶς τῶν τότε «σημερινῶν ἰδιοκτητῶν», τότε δὲν πρόκειται γιὰ τὴν Costanza Ἀντωνοπούλου, ἀλλὰ γιὰ τὴν μητέρα της (!), ἀφοῦ ἰδιοκτῆτες τότε ἦσαν οἱ γιοὶ τοῦ Βλάση καὶ τῆς Costanza Ἀντωνοπούλου, ἐνῶ ἄν ὁ ναΐσκος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ μνήμη τῆς μητέρας τῶν τότε «σημερινῶν ἰδιοκτητῶν» καὶ εἶχε ἐκ παραδρομῆς γραφεῖ «τῆς γιαγιᾶς», τότε ὁ ναΐσκος δὲν εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τὸν Βλάση Ἀντωνόπουλο ἐπειδὴ θέλησε νὰ προσφέρει στὴ σύζυγό του καὶ στὶς οἰκογένειες τῶν Καθολικῶν κατοίκων τῆς Gutland, τὴ δυνατότητα νὰ προσεύχονται, ὅπως δημοσίευσε ὁ Κωνσταντῖνος Ἀλ. Ἀντωνόπουλος. Τέλος πάντων, κρατᾶμε πρὸς τὸ παρὸν ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα ἀνοιχτὰ καὶ εὐελπιστοῦμε ὅτι τὸ πάζλ θὰ συμπληρωθεῖ καὶ ἀπὸ κάποια νέα εὑρήματα τῆς ἐν ἐξελίξει ἔρευνας.
-
Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ παλαιοῦ βαρελᾶ τοῦ Οἰνοποιείου Σπύρου Μάλλια, ἡ γυναῖκα τοῦ ὁμωνύμου προγόνου του, Σπύρου Μάλλια, Μαρία… «εἶχε φέρει μαζί της δύο σπάνιες εἰκόνες, τὸν S. GIORGIO καὶ τὴν SANTA MARIA, κειμήλια ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Μετὰ τὸ χτίσιμο τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἡ οἰκογένεια Μάλλια μετέφερε ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικά της σκεύη καὶ τὶς εἰκόνες ἐκεῖ», ἀλλὰ ἡ δεσπόζουσα μεγάλη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὸν ναΐσκο δὲν ταυτίζεται μὲ αὐτὴ στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Σπῦρος Μάλλιας καὶ εἶναι ἀφιέρωμα, ἤδη ἀπὸ τὰ 1899 τοῦ πατέρα τοῦ ὑψηλόβαθμου στελέχους τῆς Οἰνοποιίας Josef Riedl, καταγομένου ἀπὸ τήν, χτισμένη δίπλα στὸν ποταμὸ Inn, πόλη Mühldorf, τῆς Βαυαρίας.
-
Τέλος, ἡ μαρτυρία τοῦ Κωνσταντίνου Ἀντωνόπουλου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τῆς Costanza Ἀντωνοπούλου ἡ «πέτρα» τῆς ἐκκλησίας – δηλαδὴ τὸ μικρῶν διαστάσεων τεμάχιο μαρμάρου στὸ ὁποῖο ἔχει, μὲ περισσὴ τέχνη, εἰσαχθεῖ καὶ καλυφθεῖ Ἅγιο λείψανο Ἁγίας ἤ Ἁγίου καὶ τοποθετεῖται σὲ ἀντίστοιχων διαστάσεων ὑποδοχή, στὴν Ἁγία Τράπεζα ἑνός ναοῦ, κατὰ τὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων του – «γύρισε πίσω στὴν Ἰταλία, κι ἔτσι ἡ ἐκκλησία δὲν λειτουργάει πλέον», πρέπει νὰ ἐρευνηθεῖ περαιτέρω, δεδομένου ὅτι πρόσφατα τελέστηκε Θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ τεθεῖ, ἀπὸ τὸν Καθολικὸ Ἱερέα, θέμα ἀπουσίας τῆς «πέτρας» τῶν ἐγκαινίων. Βέβαια, ἡ συγκεκριμένη Θεία Λειτουργία δὲν τελέστηκε πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναΐσκου, ἀλλὰ πάνω σὲ μία αὐτοσχέδια «Ἁγία Τράπεζα» ποὺ βασίστηκε σὲ δύο παληὰ βαρέλια, καὶ τῆς ὁποίας τὸν συμβολισμὸ παρουσίασε ὁ π. Γεώργιος Ντάγκας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁμιλίας του, μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο.
Τί γίνεται, λοιπόν, μὲ τὴν «πέτρα» τῆς ἐκκλησίας; Ποιὰ δεδομένα ὑπάρχουν ἐπὶ πλέον; Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀκόμα, θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν στὴν ἑπόμενη ἀνάρτησή μας.