Αchaia Clauss και Θέατρο (Μέρος 3o)
Ἐδῶ θὰ κλείσουμε τὸ ἔντυπο τοῦ Προγράμματος τῆς παράστασης «Μάνα Κουράγιο», καὶ θὰ ἀνοίξουμε ἕνα ἄλλο ἔντυπο-κλειδὶ γιὰ τὶς ἱστορικές μας ἀναδιφήσεις: τὸ «Μηνιαῖον Πληροφοριακὸν Δελτίον τοῦ Γραφείου Δημοσίων σχέσεων» τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS, στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ καὶ σὲ ἄλλες ἀναρτήσεις μας. Μία ἀπὸ τὶς σελίδες, λοιπόν, τοῦ τεύχους τοῦ Ἀπριλίου 1970 αὐτοῦ τοῦ ἐντύπου, ποὺ ἐξεδίδετο μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Ἀλέκου Ἀντωνόπουλου, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένη στὴν παράσταση τοῦ ἔργου «Οἱ Βρυκόλακες», τοῦ Ἴψεν. Μὲ τὸν θριαμβικὸ τίτλο Η ΑΧΑΪΑ CLAUSS ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, καὶ ὑπότιτλο «Γνωστοὶ Ἀθηναϊκοὶ θίασοι μεγάλων πρωταγωνιστῶν χρησιμοποιοῦν εἰς τὴν σκηνὴν ποτὰ καὶ κρασιὰ τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS», ἀποκαλύπτεται μία ἀκόμη ἄγνωστη πτυχὴ αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ φλὲρτ ἀνάμεσα στὸ θέατρο καὶ τὴν στιβαρὴ Οἰνοποιία. Ἀλλ’ ἄς ἀφήσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ δημοσίευμα νὰ μᾶς κατατοπίσει:
«Ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα, ποὺ ὁ θίασος Μινωτῆ –Παξινοῦ ἀνέβασε στὴν ἐφετεινὴ χειμωνιάτικη περίοδο, ἦταν «Οἱ βρυκόλακες» τοῦ μεγάλου Νορβηγοῦ δημιουργοῦ Χένρικ Γιόχαν Ἴμπσεν.
Τὸ ἔργο παρουσιάστηκε στὴ μετάφραση τοῦ Γ. Ν. Πολίτη, μὲ σκηνοθεσία τοῦ Ἀλέξη Μινωτῆ καὶ σκηνογραφία τοῦ Βασίλη Βασιλειάδη. Τοὺς ρόλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Κατίνα Παξινοῦ καὶ τὸν Ἀλέξη Μινωτῆ, ἑρμήνευσαν ὁ Κώστας Καστανᾶς, ἡ Νίτα Παγώνη καὶ ὁ Κώστας Στυλιάρης.
Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς ἀτμόσφαιρας τοῦ ἔργου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, χρειάστηκαν καὶ μερικὰ μπουκάλια σαμπάνιας. Τὰ προσέφερε ἡ ΑΧΑΪΑ CLAUSS. Ἔτσι, σὲ κάθε παράσταση, ὁ Κώστας Καστανᾶς (ποὺ ὑποδύθηκε τὸ ρόλο τοῦ Ὄσβαλντ) «ἔπειθε» τὴν (μητέρα του στὸ ἔργο, κυρία Ἄλβιγκ ) κυρία Κατίνα Παξινοῦ, νὰ παραγγείλη στὴν ὑπηρέτρια Ρεγγίνα (Νίτα Παγώνη) νὰ φέρη ἕνα μικρὸ μπουκάλι σαμπάνιας κι ἔπειτα ἀπὸ λίγο κι ἕνα μεγάλο. Καὶ ὁ Ὄσβαλντ ἄνοιγε ἐπὶ σκηνῆς τὴ μικρὴ σαμπάνια κι ἔπινε.
…………………………………
Κυρία ΑΛΒΙΓΚ: Ἄκου Ρεγγίνα. Μπορεῖς νὰ μᾶς φέρεις ἐδῶ ἕνα μικρὸ μπουκάλι σαμπάνια
ΡΕΓΓΙΝΑ: Πολὺ καλά, κυρία. (Φεύγει)
ΟΣΒΑΛΝΤ: (παίρνοντας στὰ χέρια του τὸ κεφάλι τῆς Κυρίας Ἄλβιγκ). Αὐτὸ εἶναι ἔξοχο. Τὄξερα ἐγὼ πὼς ἡ μητέρα δὲν θἄφηνε τὸ ἀγόρι της νὰ διψᾶ.
Κυρία ΑΛΒΙΓΚ: Φτωχέ, χρυσέ μου Ὄσβαλντ, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ σοῦ ἀρνηθᾶ τώρα τίποτα;
…………………………………….
ΡΕΓΓΙΝΑ: (Φέρνει μέσα ἕνα δίσκο μ’ ἕνα μικρὸ μπουκάλι σαμπάνια καὶ δυὸ ποτήρια καὶ τὸν ἀκουμπᾶ πάνω στὸ τραπέζι). Νὰ τὴν ἀνοίξω;
ΟΣΒΑΛΝΤ: Ὄχι, εὐχαριστῶ πολύ. Τὴν ἀνοίγω μόνος μου.
Ἀκολουθεῖ μία δραματικὴ σκηνὴ ἀνάμεσα στὴν Κυρία Ἄλβιγκ καὶ τὸν Ὄσβαλντ. Ἔπειτα ἡ Κυρία Ἄλβιγκ ξανακαλεῖ τὴ Ρεγγίνα καὶ τῆς ζητᾶ ἕνα μεγάλο μπουκάλι σαμπάνια, ποὺ ἡ ὑπηρέτρια φέρνει σὲ λίγο.
Οἱ σαμπάνιες τῆς ΑΧΑΪΑ CLAUSS ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὶς παραστάσεις τῶν «Βρυκολάκων», ἐμφιαλώθηκαν μὲ εἰδικὴ παραγγελία, ἐπειδὴ ἡ ἑταιρεία μας δὲν προσφέρει στὴν κατανάλωση μικρὰ μπουκάλια σαμπάνιας».
Τ.Ν.Π.
Κάπως ἔτσι εἶχε ἀρχίσει, λοιπόν, τὸ πολιτισμικὸ εἰδύλλιο μεταξὺ ΑΧΑΪΑ CLAUSS καὶ θεάτρου, τὸ ὁποῖο πάντως εἶναι θεμελιωμένο στὸ φιλότεχνο ἦθος τοῦ Gustav Clauss πού, σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα Νίκο Μπακουνάκη «ἔφερνε μαζί του ἕναν κοσμοπολιτισμὸ …θρεμμένο ἀπὸ τὸν Γκαῖτε καὶ τὸν Σίλλερ». Ἕνα ἦθος πού, χάρη στὴν παιδεία τῆς οἰκογένειας Ἀντωνόπουλου, ὄχι μόνο δὲν ἐξέλιπε ποτέ, ἀλλ’ ἐπεκτάθηκε καὶ στὸν κινηματογράφο, τὴ ζωγραφικὴ καὶ ἄλλες μορφὲς τέχνης, στὶς ὁποίες θ’ ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία.